Ακίνητη στην γωνία με τα τενεκεδένια χέρια
απλωμένα, όπως υποχρεώνεται να κάνει κάθε νόημα που έμεινε ακατανόητο ή εξαπατήθηκε στην ανάλυση.
Χωρίς επώνυμο, χωρίς όνομα, αποκηρυγμένα τα κληρονομηθέντα, μόλις κοντεύω να με προσδιορίσω κάτι ανεξήγητο συμβαίνει
και με βάζει τιμωρία με το πρόσωπο στον τοίχο.
Λες και του αξίζει να με κοιτά.
Αχ καθρέφτη καθρεφτάκι μου που κοίταγμα δεν τολμάς.
Μόνο να λυπάσαι ξέρεις για όλα τ' αναπάντητα.
Ούτε ένα ταμπελάκι επεξήγησης για παρηγοριά.
Ούτε μια αξιοπρεπή τιμή πώλησης για όλα αυτά που απέφυγα να κοιτάξω.
Είναι και αυτός ο συνεχής λυγμός που ακούγεται πρώτα από μέσα και μετά απλώνεται σε όλη την γειτονιά. Τι τραγούδι κι αυτό.
Κάποτε δυο χελιδόνια έχτισαν την φωλιά τους στο διπλανό άδειο σπίτι. Και κάπως έτσι εγκαταλείψαμε όλοι μας το θλιμμένο σπίτι και επικεντρωθήκαμε στα ερωτευμένα χελιδόνια.
Μέχρι που κι αυτά έφυγαν. Ίσως δεν άντεχαν τον φάλτσο θρήνο.
Σταφιδιασμένη, αφυδατωμένη γριά, θα θαρρούσες πως τόσα έτη επί έτη βρώσις και πόσης θα ήμουν τουλάχιστον ιδρωμένη, θα είχα μια δροσιά να προσφέρω αν όχι στους άλλους έστω στο στόμα που ξεραίνεται και αργοπεθαίνει στην έρημο των απαντήσεων αλλά όχι, η γνώση είναι, τρυφερή μου παλιά φωτογραφία, που απογυμνώνει και αποξηραίνει την αθωότητα.
Και γίνεσαι απλά ένα διακοσμητικό, κάποτε όχι, νόημα σε μια γωνιά να περιμένει την ελεήμων κατανόηση.
Και αν εξοργίζομαι κάποιες φορές και ανάβω φωτιά στους ουρανούς, αυτοί χαμπάρι πια! Έπαθαν αχρωματοψία, και ίσως το μόνο χρώμα που δεν βλέπουν αλλά μπορούν να μυρίσουν είναι αυτό που στον θάνατο εξομολογείσαι.
Κι όμως ακόμα και τώρα, ταριχευμένη ύπαρξη, παράδειγμα προς αποφυγή έκθεσης στα ραδιενεργά σενάρια ουτοπίας, δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το άδειο σπίτι.
Πόσο πολύ έκλαιγε σαν ξημέρωνε και έσκαγε στα κρεμασμένα, από το χρόνο, παραθύρια του, ο στεναγμός
της αγουροξυπνημένης ευτυχίας από τα διπλανά σπίτια.
Έμοιαζε σαν ένα παρατημένο, ασήμαντο νόημα.
Σαν κάτι που κανείς ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να το κοιτάξει από κοντά.
Πόσο
μάλλον να το κατοικήσει ...
Μαρία Ροδοπούλου