Ποτέ
δεν πρόλαβα ν’ αναζητήσω αδιέξοδα
μόνα τους προσπέφτανε ικέτες στα ευλύγιστα γόνατα
ευρύχωρα με μεγάλα μάτια
στενά χείλη,
και κοκκαλιάρικα δάχτυλα
μασούλαγαν τις φτέρνες μου
καθώς διάβαινα τις οδούς με τις κατοικημένες κρεμάλες,
τους γελωτοποιούς και τους διασκεδαστές παντός καιρού
εξερευνώντας τον θαυμαστό κόσμο
Αχαρτογράφητη πορεία σε χαρτογραφημένους ανθρώπους
με τα ατίθασα πόδια σε πλήρη άρνηση
Σε κάθε γωνιά κι ένας οκνηρός ονειροπόλος
μ'έπιανε μονότερμα για το δικό του καλύτερο όραμα
απ’ όλων εκείνων που χορεύανε πάνω στις κρεμάλες
αλλά όταν τελείωνε τον ομολογουμένως εξαιρετικό μονόλογο
την έπεφτε για ύπνο σαφώς καταπονημένος
από την μεγαλεπήβολη παραίσθηση
κι εγώ έμενα μ’ ένα ακόμα αδιέξοδο
να βυζαίνει το αίμα που έτρεχε από τα παραμύθια
Μικροέμποροι κι απατεωνίσκοι
ανεβαίνανε στους στύλους
με την χάρη και την γρηγοράδα της ύαινας
μεθυσμένοι από τον χορό του εκκρεμές
βαρούσαν παλαμάκια ρυθμικά
μόνα τους προσπέφτανε ικέτες στα ευλύγιστα γόνατα
ευρύχωρα με μεγάλα μάτια
στενά χείλη,
και κοκκαλιάρικα δάχτυλα
μασούλαγαν τις φτέρνες μου
καθώς διάβαινα τις οδούς με τις κατοικημένες κρεμάλες,
τους γελωτοποιούς και τους διασκεδαστές παντός καιρού
εξερευνώντας τον θαυμαστό κόσμο
Αχαρτογράφητη πορεία σε χαρτογραφημένους ανθρώπους
με τα ατίθασα πόδια σε πλήρη άρνηση
Σε κάθε γωνιά κι ένας οκνηρός ονειροπόλος
μ'έπιανε μονότερμα για το δικό του καλύτερο όραμα
απ’ όλων εκείνων που χορεύανε πάνω στις κρεμάλες
αλλά όταν τελείωνε τον ομολογουμένως εξαιρετικό μονόλογο
την έπεφτε για ύπνο σαφώς καταπονημένος
από την μεγαλεπήβολη παραίσθηση
κι εγώ έμενα μ’ ένα ακόμα αδιέξοδο
να βυζαίνει το αίμα που έτρεχε από τα παραμύθια
Μικροέμποροι κι απατεωνίσκοι
ανεβαίνανε στους στύλους
με την χάρη και την γρηγοράδα της ύαινας
μεθυσμένοι από τον χορό του εκκρεμές
βαρούσαν παλαμάκια ρυθμικά
χωρίς
να δουν τους στύλους που λύγιζαν
απ'το
βάρος της ανόητης χαιρεκακίας
μέχρι
που'σκαγαν στο έδαφος
σαν
παραγινωμένα φρούτα
και
τους ποδοπατούσαν
οι
επόμενοι πρωταθλητές του στύλου
Γραφιάδες
κι υπηρέτριες
σουλατσάριζαν
αγκαζέ
και
κάπου-κάπου χορεύανε βαλς
δίπλα
από τα πεταμένα μαύρα παπούτσια
και
τις γιαλιστερές χρυσές γόβες
ενώ
λευκές πεταλούδες εγκατέλειπαν
πρόθυμα
το χρώμα τους πάνω στα σάρκινα εκκρεμές
Στο
τέλος κλαίγανε με την αναισθησία
της
ακαταστασίας που προκαλούσαν
τα
σαπισμένα ρολόγια
Οι
υπόνομοι
τα
κυριακάτικα δειλινά γίνονταν εκδότες
και
με το καπελάκι στραβά βαλμένο
έσφαζαν
τον κλεμμένο χρόνο
τον
ανατύπωναν και τον ξεπούλαγαν
φουσκώνοντας
σαν κουασιμόδοι γάλοι
από
περηφάνια για το ψωριασμένο isbn
Αλλήθωρα
ποιήματα
ραχιτικοί
πωλητές
νεκρά
διηγήματα
κι
ένα δισάκι γεμάτο άγνωστες λέξεις
Μέχρι
που τα πάντα σταματούσαν
οι
δρόμοι άδειαζαν
οι
κρεμάλες κατεβάζανε την αυλαία
και
καθόμουν χάμω ανακουφισμένη
άνοιγα
το δισάκι κι από μέσα του
ξεχύνονταν
φρέσκοι ήλιοι
και
ρίζωναν στα δάχτυλά μου
χωρίς
copyright και σελιδοδεικτούμενα όνειρα
απαντούσα στο πάγιο ερώτημα των πανταχού
ηλίθιων
μωρών
και πεθαμένων κόσμων
να αδιεξοδεί κανείς ή να μην...
Μαρία Ροδοπούλου
απαντούσα στο πάγιο ερώτημα των πανταχού
ηλίθιων
μωρών
και πεθαμένων κόσμων
να αδιεξοδεί κανείς ή να μην...
Μαρία Ροδοπούλου