24 Οκτ 2019

Ιστορία δίχως πέπλο


Αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα σε μένα και στα παραμύθια που προσεύχονται

Αγαπημένη αδερφή Ειρήνη

Πάει καιρός που έχω να σου γράψω και γνωρίζω πόσο ανησυχείς για μένα. Τελευταία όλο και πιο συχνά βλέπω τα κυρτωμένα σου δάχτυλα στα όνειρά μου και ακούω από μακριά την φωνή σου. Ο ουρανός μοιάζει να έχει σκιστεί στα δύο και το αλύχτημα της νύχτας κάθε βράδυ έξω από το παράθυρο με επιβεβαιώνει. Προσπαθώντας να βρω την πρώτη ερώτηση, την πρώτη απορία από την οποία γεννήθηκαν όλες οι κόρες της αμφισβήτησης, χάθηκα. Και στέκομαι τώρα εδώ σε μία από τις πολλές άκρες της στεριάς και ,αλίμονο, η προοπτική δεν αλλάζει θέμα. Ίσως να φταίει εκείνο το μικρό αγόρι που αντάμωσα σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Μικροκαμωμένο, ξυπόλητο και με μάτια που έσταζαν σκούρο μέλι με σταμάτησε ξαφνικά στους πολυσύχναστους δρόμους της Καλκούτα, μια ακόμα πόλη με αντιθέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς της και τρομακτικές ομοιότητες όταν αναπαύεσαι στην σκιά της. Ο μικρός Μόγλης χωρίς να πει κουβέντα με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό χωμάτινο σπίτι σε μία από τις φτωχικές συνοικίες της πόλης. Το σπίτι ήταν υγρό και μισοσκότεινο. Μόνο από ένα στενό παράθυρο έπεφτε λίγο φως σκορπώντας τις σκιές που έμοιαζαν συγκεντρωμένες σε μία συγκεκριμένη γωνία του δωματίου. Στο κρεβάτι που ακουμπούσε στον γδαρμένο τοίχο ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα, λίγο μεγαλύτερή μου. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν αφρόντιστα στο πλάι και τα κεχριμπαρένια μάτια της γυάλιζαν από τον πυρετό. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο πάτωμα και την πλησίασα υπνωτισμένη. Το αγόρι άρχισε να μου μιλάει γρήγορα στην γλώσσα του δείχνοντας την άρρωστη γυναίκα με το δάχτυλο. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε αλλά ήξερα τι ήθελε. Γονάτισα στο πλάι και έπιασα το λιπόσαρκο χέρι της. Εκείνη παραληρούσε από τον πυρετό αλλά μόλις ένιωσε την προσευχή μου αναστέναξε βαθιά και μου έδειξε το αγαπημένο της μέρος. Σε λίγη ώρα όλα είχαν τελειώσει. Ανασηκώθηκα από τον θάνατο και χάιδεψα τα μαλλιά του μικρού που έκλαιγε πάνω από το άψυχο σώμα της μητέρας του. Τίποτα δεν αλλάζει και σε όποιο σημείο της γης και να τρέξεις δεν μπορείς να κρυφτείς από το πεπρωμένο σου. Είχα περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν ο μικρός με φώναξε. Τον περίμενα να φτάσει κοντά μου. Μου έτεινε ένα μαραμένο λουλούδι λέγοντας μου ευχαριστώ σε σπασμένα αγγλικά. Και πετάχτηκε σαν αστραπή να περάσει τον δρόμο χωρίς να δει το φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη μεριά. Πέθανε ακαριαία.

Συγχώρεσε με που πέρασε καιρός πριν απαντήσω στο γράμμα σου. Δυσκολεύομαι ακόμα να δεχτώ την πραγματικότητα, την αλήθεια που μου φανερώθηκε εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι. Είτε ζεις με κατεβασμένο το πέπλο είτε ανασηκωμένο το έχεις για μια   ψευδαίσθηση της ελευθερίας, ένα είναι το αποτέλεσμα.

Ο Θάνατος που δεν γνωρίζει ούτε πλευρές μηδέ προσευχές.


Μαρία Ροδοπούλου

2 Οκτ 2019

Η διπλανή γυναίκα


Ίσως φταίει ότι σε βάφτισαν με μαύρο δανεικό φουστάνι
κι αργότερα τις νύχτες
εκείνες που τα αστέρια χαμήλωναν  ίσαμε τους μηρούς σου
ίσαμε να ξύσουν λίγο το λευκό σου όνειρο
δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Μετά γύρω από το σώμα σου
μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες
 ανεμίζοντας την κόκκινη γούνα τους
στην γρατζουνισμένη ψυχή σου

Εσύ πάλι δεν έμαθες να κλαις
 
Μόνο φορούσες τα βλέφαρα της διπλανής γυναίκας
φιλούσες στο στόμα τα παιδιά σου
υπέγραφες με χάρη τις κόκκινες γλώσσες
 και ανεβοκατέβαινες τον ουρανό
με μια ροζ κλωστή τυλιγμένη στα μάτια 
Η παραλίγο καμένη  πυξίδα
σε κρατούσε ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία
 ανάμεσα στην βροχή και στην ξηρασία

Ίσως φταίει ότι γεννήθηκες με προσωπίδα
κι ύστερα σαν μεγάλωνες ξένη μα ωραία
αποδήμησε μέσα σου η πόλη των νεκρών
ίσαμε τα στήθια σου
ίσαμε να σφίξουν στα φιδίσια οστά τους
την θάλασσα καρδιά σου 
δεν σε έμαθαν να κλαις
αλλά τις μέρες έμαθες πώς να μυρίζεις  δυόσμο

Τα βράδια έκλεβες το γιασεμί της διπλανής γυναίκας
και χόρευες στα αρμυρά χαμομήλια της σελήνης
με την ροζ κλωστή στα μάτια 
Δεν σ’ έμαθαν να κλαις

Φύτρωνες όμως κάτι ψηλά κυπαρίσσια
όταν όλοι κοιτούσαν την διπλανή γυναίκα


Μαρία Ροδοπούλου

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive