27 Ιουν 2010

25 Ιουν 2010


Απροσδόκητη επίθεση στα βλέφαρα

Τρείς άγγελοι
χαμογελούν σαρδόνια έξω απο το παράθυρο
Με κοιτάζω
Συρρικνώνομαι στην αντανάκλαση
Τακτοποιούμαι σιωπηλά στο ψυχρό μου πόδι
Αλλά οι φωνές πεινάνε

Δωμάτιο μετανάστης
με θέα διπρόσωπη παράνοια
Η φίλη μου
ανάσκελα πεσμένη
προσπαθεί να χωρέσει στα περιθώρια
Η προέκτασή της
μαύρη γάτα
περπατά αθόρυβα στο ταβάνι

Τρία νεκρά περιστέρια
κόβουν βόλτες στο στενόχωρο περβάζι κοινής δυστυχίας
Ο καραφλός γκρουμ
κρεμασμένος στη ντουλάπα
ψιθυρίζει

«Room service. Leave your tip on my tongue»

Αποθανατίζομαι στην τραχιά γλώσσα του φιλοδωρήματος

Είναι η τρέλα
Με τρώει
με τρώει
με τρώει

Σώπανε!
Σκέπασε την φίλη και σκότωσε την γάτα
Κρύψε τα κόκκινα χέρια
Δείξε τα κατάλευκα δόντια
Άφησε στην άκρη την ρωγμή

Ίσως έτσι πιστέψουν οτι ανήκεις


Μαρία Ρ.


Βιέννη 2007

19 Ιουν 2010

Οι ιστορίες της Ρο ή πως να αλλάξετε φανελάκι στην πραγματικότητα


Καθώς κατέβαινε κι όλο κατέβαινε

– πάντα ήθελε ο κομπέρ να την ρωτήσει τι ακριβώς κατηφόριζαν οι γάμπες και τα γόνατα κατάφερναν στην κορφή να στέκονται αλλά αυτή η ερώτηση είναι από μόνη της μια ιστορία και δεν θα μιλήσω άλλο για τον υποβολέα κομπάρσο που ήθελε σώνει και καλά να γίνει πρωταγωνιστής ενώ άλλαζε μορφές μέχρι και κάτι αιώνες πριν. Το θράσος αυτών που στέκονται κάτω από το κεφαλόσκαλο κρυμμένοι στις πατούσες μου είναι απίστευτα γοητευτικό, σκεφτόταν εκείνη την ώρα μεσημεριανού οργασμού στα σεντόνια του πνιγμένου ερωμένου της. Κι ας την ενοχλούσε ο λαιμός της από την απίστευτη κατάποση θανάτου της υπόλοιπης μέρας. Τίποτα δεν την ένοιαζε όσο έπινε την αψιά σάρκα του. Λάτρευε τα μουσκεμένα αστέρια της αγάπης του. Εκείνος έπαιζε στο στεγνό κορμί της έναν μαγεμένο αυλό και αυτή του μάθαινε όλες τις
ballet position. Στο τέλος έγινε o ίδιος χορευτής, χαρίσανε τον αυλό στον εργάτη που είχε λιποτακτήσει στον πρώτο ελεύθερο στύλο της γειτονιάς και η ίδια απλά τραγουδούσε «my Cameroon boy, alor on danse» με τις πουέντες της κρεμασμένες στον παλιό βλοσυρό καλόγηρο που βλέποντας τις ανείπωτες ερωτικές τους ναυμαχίες ακόμα πιο ξύλινος γινόταν.

έφερνε στον νου της την γιαγιά που ίσως είχε δει αλλά μπορεί και ποτέ να μην αντίκρυσε, πάνω σ’ ένα ξεχασμένο αναπηρικό σύρμα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και στο ξεδοντιασμένο στόμα της έφερνε ένα καστανόξανθο κορίτσι με πράσινες κάλτσες ροζ μπλουζάκι και μπλε μεταξωτό σόρτς. Το αριστερό της πόδι ήταν ντυμένο με ένα κόκκινο σπορτέξ και κατάλευκα λυμένα κορδόνια , το δεξί της στόλιζε ένα γοβάκι με πούλιες και στρας. Όσο έδενε η γιαγιά τα κορδόνια, τοσο το άτακτο ουράνιο κορίτσι τα έλυνε γελώντας. Ένας φτερωτός άνδρας δίπλα της – Όχι δεν ήταν άγγελος. Ένα έξυπνος κλέφτης αιθέρων ήταν- έβγαζε τις πούλιες από το γοβάκι και κολλούσε πάνω του πορτοκαλί αυγερινούς. Το μαύρο θηλυκό τέρμα μονολογούσε δακρυσμένο «
I kissed that rainbow girlKάπως πρέπει να διανύσω και εγώ το τελευταίο νουάρ βατερλώ μου. Η Ζοζεφίν πέθανε αλλά σε μια άλλη αλήθεια είμαι ακόμα η διάσημη ερωμένη της».

Ήταν κουραστική η διαδρομή και η κατά τύχη θεατής που στεκόταν στην μέση ακριβώς της υπόγειας άσπρης πέτρας ξέξασπρης και από τον ήλιο ξεξασπρότερη έκανε το κεφάλι της γύρω γύρω όχι γιατί ήταν δαιμονισμένη αλλά για να ξεπιαστεί το σκοτάδι της από το εκτυφλωτικό χρώμα της χορευτικής φιγούρας που κατέβαινε προς το μέρος της αναδυόμενη από το τελευταίο ντίσκο πάρτυ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Αυτή δεν τα πρόλαβε ιδιαίτερα γιατί τότε εβγαζε φακίδες από τα ηλιοκαμένα φιλιά μιας προ-μέταλ εφηβείας. Πολύ αργότερα της είπαν ότι επιτηδευμένα ατημέλητο
look και νεανικοί λεκέδες δεν πάνε μαζί. Ετσι αποφάσισε να πετάξει το look και να αρκεστεί στους λεκέδες μιας και η νεότητα ήταν κάρβουνο σβησμένο. Και θα της έφτανε να κοιτάει τον κέρσορα στην οθόνη να αναβοσβήνει ατελείωτη κάθοδος χωρίς κανένα ρυθμό μέχρι που ο φτερωτός άνδρας πέρασε έξω από το παράθυρο της. Κοντοστάθηκε αν και βιαζόταν να συναντήσει την Ζοζεφίν του, και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Νομίζω πως πρέπει να αφήσεις κατά μέρος τις προβλέψεις, να σκοτώσεις τον κέρσορα και να αρχίσεις να μαθαίνεις ταγκό ή έστω να ξεκινήσεις τέννις αντί να παίζεις σκουός με την οθόνη. Ή να γράψεις μια ιστορία για το σπασμένο σύμφωνο του νερού που έπνιξε τις αρτηρίες σου στην διαμαρτυρία » της είπε και έφυγε γκαζώνοντας τα φτερά του γιατί η ερωμένη του είναι όνειρο στιγμιαίας καταιγίδας και όχι μιας θερινής νυκτός που διαρκεί 3 άθλιους στερημένους βροχής μυρωδιά μήνες.

Αλλά εκείνη αποφάσισε απλώς να αλλάξει φανελάκι. Πήγε με κόπο μέχρι την ντουλάπα της – όλα κατηφορικά έχουν γίνει έλεγε οργισμένη – βρήκε ένα λευκό κατάλευκο φανελάκι και στάθηκε στην μέση της άσπρης ξέξασπρης γλωσσοδέτριας πέτρας.
Ίσαμε που πρόλαβε να δει την πρώτη προβολή γιατί στο διάλλειμα πρόσεξε την μικρή τρυπούλα στην μασχάλη της.

«Να ο ένοχος σκώρος» φώναξε δυνατά. Από τότε ράβει το επίμονο έντομο στα δάκτυλά της, δίνει ασπιρίνες με βιταμίνη
C στα όνειρα που πάσχουν από ισχυρές ημικρανίες και τρώει μόνη της πασατέμπο στα θαλασσοδαρμένα παγκάκια των ιστοριών της.
Μετά αφηγείται στις γεμάτες ναφθαλίνη τρύπες, μύθους για όλα εκείνα που την έκαναν υπόγειο θεατή των κεκλεισμένων εντός μιας κόκκινης γκαρνταρόμπας, χορευτών. Ποτέ όμως δεν κλαίει μα ούτε καν δακρύζει που δεν έγινε η γυναίκα αράχνη όπως οι γύρω της ορίζαν.

Τα μελλούμενα για να συμβούν πρέπει να τα προκαλέσεις ...

Υ.γ.


σε ακούω έστω και κάτω από την μουλιασμένη συγχορδία σβησμένων

Μαρία Ροδοπούλου



16 Ιουν 2010

Τα δάκρυα φολιδωτών δακτύλων


Όλοι οι στεναγμοί

ακόμα και εκείνοι
που δεν σου πρέπουν
των ικετών χεριών σου
χρέος ανεξόφλητο ισοσκελίζουν

Τι θ’ απομείνει για τα μάτια
εκτός οπισθογραφημένων συναλλαγματικών
όταν δάκτυλα άνευ ευθύνης
ραγίζουν ξηρασία
χωρίς ούτε μια ρήτρα ποινική
εις τους δίκαιους κατόχους της υγρασίας

Οι πληρεξούσιες ρώγες μεταβιβάζουν
διαμαρτυρημένες ανομίες
άνευ τριτεγγυητών
Και μη δυναμένες αναγωγής προς απόδοσιν


Μαρία Ρ.

5 Ιουν 2010

Οδύσσεια Απόπειρα Αυτοκτονίας

Λένε πως μπορεί να πάρει μια ολόκληρη ζωή για να βρεις τις απαντήσεις. Το κακό είναι πως ποτέ δεν τις θέλησες γιατί είτε δεν ήταν αυτές που ποθούσες είτε ήταν τόσες πολλές που παραμόρφωσαν την αλήθεια. Υποψιάζεσαι ότι το πιο απλό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις παρά μόνο μία η οποία αλλάζει τοποθεσία καθώς και εσύ μετακινείς τις ελπίδες σου από πλευρά σε πλευρά. Μέχρι που στο τέλος ξεμένεις από δικαιολογίες και από μεταναστεύσεις. Για σένα ο Οδυσσέας πέθανε νέος σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί, αποχαυνωμένος από τους αποχαιρετισμούς. Μπουχτισμένος από τα υπεράνω πάσης υποψίας ταξίδια, αφέθηκε στον γερασμένο βραχότοπο. Άνοιξε ένα καφενείο και υποδεχόταν τους ναυτικούς με μια λευκή ποδιά περασμένη γύρω από την χοντρή κοιλιά του. Αυτοί του έλεγαν τις περιπέτειές τους στην άπονη ξενητειά και εκείνος τους τρατάριζε ψεύτικους αναστεναγμούς νοσταλγίας. Μετά φώναζε την Σάχρα, την ανατολίτισσα ερωμένη του.Αυτή ανέβαινε ξυπόλητη πάνω στο τραπέζι και αμίλητη τους δίδασκε χίλιες και μία νύκτες.

Όταν όμως πέθανε άφησε ρητή εντολή να μην θάψουν ούτε να κάψουν το σώμα του. Παρά μόνο να το σύρουν μέχρι την πιο απόμακρη ακτή και να αφήσουν τα γλαροπούλια να τραφούν από την χαλαρή σιτεμένη σάρκα του. Ενώ ένας ξεπεσμένος σαμάνος κρατούσε τα πνεύματα της στεριάς μακριά από τα απομεινάρια του. Στο τέλος ακόμα και ο χοντρός Οδυσσέας βρήκε τον τρόπο να ταξιδεύσει αμέριμνος.

Τον είχες συναντήσει κάποια στιγμή στο θεωρείο της λυρικής σκηνής. Τότε ήταν νέος και έκλαιγε ακόμα και με έναν επι σκηνής θάνατο. Εσύ τον κοιτούσες έκπληκτη. Η ντελικάτη φύση σου, είχε δημιουργήσει ένα σκληρό κέλυφος γύρω σου και τα δάκρυα σου τα κρατούσες στην εσωτερική περίμετρο. Δεν είχες χρόνο για παράπλευρες περιουσίες ή απώλειες. Τόσα πολλά τα χρέη σου απέναντι στους διοργανωτές πορείας που έτρεχες χωρίς να φτάνεις. Ζευγάρωνες με σπηλιές και κυοφορούσες πηγάδια. Tους έλεγες τα ίδια παραμύθια που σου έλεγε και σένα η μητέρα σου. Βασικά έχεις συνειδητοποιήσει πως δεν γεννάς, απλά ένα copy – paste δοκιμασμένου προτύπου κάνεις. Δεν ήθελες αλλά καλά κρατεί ο κληρονομικός φόβος της αναχώρησης από τα έλη. Και κάπου βαθιά μέσα σου το ευχαριστιόσουν. Ε! Δεν θα έσπαγες εσύ τις αυταπάτες αιώνων. Ας βρεθούν άλλες που θα βγάλουν την σαλιάρα από το λαιμό τους. Εσύ την είχες όμορφα δεμένη και ταίριαζε με την αστραφτερή τιάρα σου. Σε τσιγγούνικα χρόνια εσύ ήσουν το λαμπερό παράδειγμα της οικονομίας. Γιατί ένα από τα χρέη σου ήταν και αυτό του υψηλότερου σημείου στο βάθρο. Αλήθεια τι έγινε όταν κοίταξες προς τα κάτω;

Και τώρα ξεβάφεσαι στον καθρέφτη αποφεύγοντας να σε κοιτάξεις. Κατά έναν περίεργο τρόπο σου έχει καρφωθεί στο μυαλό εκείνος ο νεκρός οδυσσέας και η λύση που βρήκε.
Το προσπάθησες και εσύ. Ήπιες μαζί όλους τους προδότες μνηστήρες μαζί με ένα ξεγυρισμένο ποτήρι ουίσκι. Εσωτερική μπουγάδα αλλά σε πρόδωσε το άτιμο στομάχι σου. Δεν αποτελείωσε την πλύση και εσύ έτρεχες στην τουαλέτα να ξεβράσεις την γενναία σου πράξη. Και σαν να μην έφτανε αυτό μετά είχες και μια απίστευτη πείνα. Άνοιξες το ψυγείο και έφαγες όλη σου την επιθυμία χωρίς καν να μασάς. Ξέρεις καλά πως είναι να φαγώνεσαι από τα θέλω σου χωρίς καμιά αντίσταση από μέρους σου Και έτσι όπως ήσουν στον νεροχύτη και όρθια προσπαθούσες να χορτάσεις, αισθάνθηκες την χθεσινή σάλτσα να κυλά στο σαγόνι σου. Τόσην ώρα κήδευες μέσα σου μπαγιάτικους πόθους. Αηδιασμένη πέταξες το πιάτο στον τοίχο δημιουργώντας γκράφιτι απελπισίας.

Αργότερα απεγνωσμένα έψαχνες τον τρόπο να κρύψεις το αποτύπωμα ενοχής. Για φαντάσου να έρχονταν οι άλλοι και να έβλεπαν την ερασιτεχνική σου ζωγραφική. Την ώρα που έσβηνες και την παραμικρή παρουσία του σήματος κινδύνου, χτύπησε το κινητό σου. Βόγγηξες ελαφρά όταν είδες το όνομα. Όχι ότι δεν αγαπάς την Αναστασία αλλά εκείνη την στιγμή δεν ήθελες να μιλήσεις σε κανέναν. Αλλά είναι τόσο επίμονη η φίλη σου που σίγουρα δεν θα σταματούσε στην μία κλήση. Απάντησες ελαφρά λαχανιασμένη και όταν σε ρώτησε τι κάνεις είπες λίγο ειρωνικά

«Δοκίμασα να κάνω γκράφιτι με κόκκινη σάλτσα στον τοίχο αλλά δεν βγήκε καλά η υπογραφή μου στο τέλος»

Μικρή παύση στην άλλη γραμμή και μετά η απάντηση της φίλης σου σε έκανε να αρχίζεις να γελάς και να κλαίς μαζί.

«Δεν βαριέσαι, Ελένη μου, και εγώ που την τελειοποίησα κανείς δεν την πρόσεξε. Αφού ξέρεις ότι κανείς στην ουσία δεν ενδιαφέρεται για τις δημιουργίες της Πηνελόπης όσο αυτή παραμένει στην φυματική ιθάκη»

Βουρτσίζεις τα δόντια σου και στο τέλος φτάνεις στην αναπόφευκτη οδύνη της νύχτας. Σε κοιτάς. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φτάνει η μονότονη πρόσκληση ενός μυστήριου πουλιού. Και από την κλειστή πόρτα ακούγεται το ροχαλητό του πεθαμένου ταξιδιώτη.
Το κακό είναι πως όταν πέθανε, σε ακούμπησαν δίπλα του στολισμένη και ξανά παρθένα λόγω θανάτου πρώην συμπορευτή σου. Δεν σε έντυσαν όμως με το λευκό νυφικό σου. Αυτό δεν σου κάνει χρόνια τώρα. Αυτό είναι, σκέφτεσαι και ανεβαίνεις στην ζυγαριά. Δυστυχώς, κι αυτή εφήμερη σχέση έχει μαζί σου.

«Νομίζω, μονολογείς, ότι αυτό που μου χρειάζεται είναι μια δίαιτα. Έτσι όλα θα γίνουν καλύτερα. Και που ξέρεις... Μπορεί να μην έχουμε στ’ αλήθεια πεθάνει. Ίσως φταίει εκείνο το μήλο με την γεύση παστής ζωής που κατάπιαμε και οι δυο μας νέοι. Αν το φτύσουμε ίσως καταφέρουμε και εμείς να γίνουμε τροφή των γλάρων μια μέρα»

Αλλά την ώρα που τα λες σε πιάνει πάλι εκείνη η γνωστή πείνα.
Πως θα ήθελα μουρμουρίζεις, να έτρωγα τηγανιτές πατάτες σερβιρισμένες στην λαδόκολα με ρίγανη και αλάτι. Όπως εκείνο το Σαββατιάκιο πρωινό στο Θησείο που γευμάτιζες φρέσκια την αγάπη. Ναι...γιατί κατάβάθος η πείνα σου δεν έχει καμία σχέση με το στόμα σου. Απλά κάνεις download τροφή για να ξεγελάς τις άθλιες επιθυμίες σου.

Και το ούζο μελωμένο κατέβαινε στον διψασμένο λάρυγγα. Κι ας μην έκρυβε την θλίψη της η φίλη που καθόταν απέναντι. Κάπου σου άρεσε αυτή η λύπη. Φορούσε μεν πένθος στα μαλλιά αλλά εκείνη η ατίθαση μωβ τουφίτσα είχε σηκώσει μια μικρή σημαία διαδήλωσης. Και αυτό ήταν που σε έκανε και χαμογέλασες. Γιατί γνωρίζεις πως η παραδοχή τελικά οδηγεί στην απόρριψη και όχι στην αποδοχή όπως σε είχαν μάθει. Και βαθιά μέσα σου γνωρίζεις πως η αγάπη δεν είναι φύλο ανδρός μηδέ γυναικός. Είναι φύλο ανθρώπου.

Ακούς το ρολόϊ. Μεσάνυχτα πια και το γοβάκι ακόμα καρφωμένο στην αριστερή παλάμη. Κοιτάς την άγνωστη, έχετε τα γενέθλια σας σήμερα.

«Να ζήσεις καλά, της λες. Και εγώ καλύτερα...» και σβήνεις το φως.


Μαρία Ρ.

4 Ιουν 2010



Με ιλιγγιώδη ταχύτητα αγάπης


εκτός ελέγχου


διαπερνάς την μονιμότητα

στάσιμων ωρών


- Κινούμενη άμμος η ζωή στην πόλη


Μέσα της ιδρώνουν τα μάτια μου

καμένα

από τους ανθρώπους με ληγμένη την κάρτα

απεριόριστων διαδρομών στην ευτυχία


Ασκήσεις επαναλήψεων πλοήγησης ασφάλτινων συναισθημάτων

Οι επιδιορθώσεις σταθμευμένων

έμειναν μεταξεταστέες στον κυλιόμενο διάδρομο της απώλειας


Οι άλλοι ακόμα απεργούν της φασαρίας

πειθήνια όργανα

των βολεμένων Γκρίζων


Χασμουριέται ο ουρανός από πάνω μου –


αλλά εσύ


Εσύ


Είσαι η θορυβώδης εξάτμιση

των αποσβεσμένων ημερών μου


Η μοναδική γιορτή στο πένθος σκουριασμένων αλυσίδων


Μαρία Ρ.


Υγ.


Είσαι η μεθοδευμένη ρήξη των φρένων

του εντός ορίων έρωτα ...

****

Πάντα μαζεύω «μου»
στις λεωφόρους και στις διαδρομές του ονείρου
Λίγο μετά την καληνύχτα σκορπίζομαι στους ανέμους
καθώς
δεσμεύομαι στα μάτια σου
κόκκινες φλόγες μεθώ στην κρυμένη στάθμευση
Παγκάκι δίπλα στην ταχυδρομική θυρίδα
απέναντι κάνει τσουλήθρα ο γκιώνης
μια δρασκελιά από την σιωπηλή διαμαρτυρία
Αρκεί που υπάρχουν δυο χνάρια στο άκρο του δρόμου
πιο κοντά ακόμη στην ψαλιδισμένη φωνή αμυγδαλιάς
που σα να φούντωσε περισσότερο απόψε
Σώνεται το φεγγάρι
στα βουλιαγμένα βλέφαρα
της νύχτας
Προχθές μύριζε ξερό χόρτο και θειάφι
απόψε δεν ξέρω πως αλλά αν και αργεί το γιασεμί
πλημμύρισε τα πνευμόνια
Θαρρώ πως το ξημέρωμα θα με βρει διπλωμένο στα χαμομήλια
και αυτά θα σταλάζουν ψυχή στον ουρανό
κάνοντας την εξάτμιση ψαλτήρι επιθυμιών
και τις ρόδες δρεπανηφόρες
με ορμή να σχίζουν τα οδοφράγματα
την ορθωμένη απόσταση

Mat.




2 Ιουν 2010


όλη η βαρύτητα στην δεξιά φλέβα
δαιμόνια ξεσηκώνει
και η ύπαρξη ένας ακόμα κουτσός θεός

Στην ευσπλαχνία του διακόπτη Of

κρύβομαι τις μελανές ώρες
Εξόριστη
όμορφη
τραγική
πραγματικότητα γλιστρώ σε μέρας περίσταση

Μηδενισμένη
σκύβω και φιλώ τ' αδιέξοδα
που σφράγισε η ματαίωση της καθόδου

Αν ήμουν θαύμα
θα με δώριζαν στους άπορους διακόπτες
Αλλά νωθρό δωμάτιο είμαι
στα καμώματα του χρόνου αφημένο

Κι έτσι χύνομαι σιγά σιγά από τις μύτες των ποδιών μου
Διαλύομαι τελειοποιώντας λιποταξία κίνησης


Μαρία Ρ.

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive