είναι που άδειασε ο ουρανός
και δεν έχω τίποτα να καρφιτσώσω στο γαλάζιο του κενό
Οι άναρθρες ώρες
υπάκουες ερωμένες
γραφειοκρατικών πρωινών
γεμίσαμε σώματα
αδειάσαμε ανθρώπους
Παχυλή αμοιβή το πικρό σάλιο
Υγρός φράχτης
λειαίνει τα πέτρινα λόγια
στον γρατζουνισμένο ουρανό
Είναι αργά
Τ’ αλλοτινά ψίχουλα
αρμυρής θεάς
που αρμάτωναν τις πορείες
φαγωμένος σηματοδότης
Καμώματα ξέρας που λιγουρεύεται κύμα
Ελαχιστοποιούμαι
στο χθες
μηδενίζομαι στο σήμερα
Η αυριανή τραγωδία δεν θα γραφτεί ποτέ
Τραυματίζομαι
στις κορφές χαμηλών λόφων
Δεν ξεκουράζεται το μαύρο των ματιών μου
στους γκρίζους πρόποδες
Είναι που κάποτε μιλούσα ενώ τώρα συναινώ
στην σιωπή μουχλιασμένης άνοιξης πνίγονται οι φθόγγοι
Πως θα ξυπνήσω το νεύμα της νύχτας μέσα μου
Δεν με χορταίνει μισθωμένης μέρας ο άρτος
Είναι αργά και εμείς εδώ κουραστήκαμε
να τινάζουμε τα βλέφαρα
από το καυσαέριο της θύμησης
εκείνων που μας αγάπησαν τόσο πολύ
ώστε να μπορούν να μας προσπεράσουν
ως αυτάρεσκα ενθύμια
Θέλω να σου χαρίσω την τρυφερότητα μου
αλλά καταβροχθίζομαι από σαρκοβόρες εποχές
και ό,τι απομένει είναι οστά διαβρωμένα από οξύ
και λίγα εκατοστά τοξικής σάρκας
συγχώρεσε με
που δε στάθηκα στο ύψος των ονείρων
σου
Μαρία Ροδοπούλου