15 Αυγ 2010

Ο Σαλβατόρε και η άποψη του Κυρίου για την ανθρώπινη Εδέμ

Πως μου αρέσει τα σύντομα να μακρηγορώ με μια διάθεση ανθολογημένης δυστυχίας ει μη αφοδεμένης απελπισίας


Ο Σαλβατόρε – και εκείνη που τον ιστορεί μυρωδάτα λείψανα πρόσφατου αγίου στα μάτια της με σεβασμό κρατεί – ζούσε χρόνια απομονωμένος σε πανύψηλο σιδερένιο πύργο στην παραμυθένια μεγαλούπολη Μπαμπάρ. Ήταν η Ραπουνζέλ με την θηλυκότητα αλίμονο στα δάκτυλα και όχι ανάμεσα στα μπούτια του σπαρμένη αλλά ποτέ θερισμένη. Το θηριώδες κτίριο είχε μόνο τον τελευταίο όροφο κτισμένο όπου ο διάσημος αρσενικοθήλυκος Σαλβατόρε ζωγράφιζε τους ιπτάμενους πίνακές του. Όταν τελείωνε κάποιον, έβγαινε στο μπαλκόνι κοιτώντας την πανέμορφη πόλη με θλίψη. Μετά πετούσε με δύναμη το δημιούργημά του προς το μέρος της νιαουρίζοντας μέσα από τα τσιγκελωτά μουστάκια του. Αναπόφευκτα ένα βράδυ τον επισκέφτηκε ο Θεός αυτοπροσώπως στον ύπνο του.

«Σαλβατόρε, θα ζωγραφίσεις την πόλη που αλλαξοπίστησε την λαλιά σου αλλά σου άφησε τις τρίχες. Και τότε θα δεις την δύναμη του Χεριού Μου» είπε ο Κύριος και η αλήθεια είναι πως έσκυψε και είπε κάτι στο αυτί του ονείρου του Ζωγράφου όμως αυτό έμεινε μεταξύ τους για να μνημονεύεται ως μύθος σε εμάς που επιζήσαμε της πανωλεθρίας.

Ξημερώματα ο Σαλβατόρε έπιασε δουλειά. 40 μέρες και 40 νύκτες ζωγράφιζε χωρίς να νιαουρίζει. Πιστός μάρτυρας της ακάνθινης οδού του Κυρίου μέχρι το τέλος. Όταν τελείωσε χρειάστηκε να νοικιάσει ένα γερανό για να μεταφέρει τον τεράστιο πίνακα έξω από το αψηλό κελί του. Έριξε χιλιάδες φέιγ βολάν στους μακάριους περαστικούς και ξάπλωσε στην κουπαστή περιμένοντας ενώ κάπνιζε το γέλιο του στο αριστερό μουστάκι του – το δεξί είχε ξεψαρώσει από το πολύ πράσινο του πίνακα.

Πλήθος κόσμου σιγά – σιγά μαζεύτηκε και θαύμαζε τον λαμπερό πίνακα που είχε μέγεθος δωματίου. Στην άκρη του υπήρχε μια μαρμάρινη πύλη όπου ο ταξιθέτης είχε απολυθεί αιώνες πριν στους πιο κάτω άκτιστους ορόφους. Μια επιγραφή μόνο έλεγε «Δωρεάν Είσοδος». Το υστερόγραφο το έβλεπες όταν πλησίαζες πιο κοντά.

Πέρα από την πύλη υπήρχε ένα καταπράσινο λιβάδι όπου ξαπλωνόταν μέχρι το τέλος του κόσμου και πέρα από αυτόν. Στο τέλος του ενωνόταν η γη με τον ξάστερο μπλε ουρανό. Όλα τα δημιουργήματα του Κυρίου ήταν ευπρόσδεκτα αρκεί να εγκαταλείπανε στην είσοδο κάτι πολύτιμο για την ύπαρξή τους. Κάποιοι άνθρωποι αφήνανε το πορτοφόλι τους, άλλοι τα χρυσά τους δόντια και άλλοι τα γεννητικά τους όργανα. Πολλά δηλητηριώδη φίδια έκαναν απόξεση στο θανατηφόρο δηλητήριο προκειμένου να μπουν στην Εδέμ. Τουλάχιστον θα μας απομείνουν τα δόντια, σκέφτονταν τα άμυαλα ερπετά. Στο βάθος του λιβαδιού έβοσκαν ανέμελες μεγάλες ασπρόμαυρες αγελάδες. Τα μαστάρια τους παχιά και βαριά από την τροφή έτρεχαν πηχτό γάλα. Τα φίδια τις θήλαζαν διψασμένα από την στέρηση. Φοράδες πιο κει έτρεχαν χαρούμενες στο περιθώριο χαϊδεύοντας λάγνα τις φιλειρηνικές αλογόμυγες. Λίμνες ξαπλωμένες άπλωναν το νωχελικό γαλάζιο κορμί τους. Άνθρωποι καθισμένοι στο γρασίδι κάπνιζαν αποχαύνωση ενώ κάποιοι θώπευαν τις λέξεις με τις πατούσες τους διότι η γλώσσα ανήκε στα γεννητικά όργανα που είχαν εγκαταλείψει στην είσοδο. Γυναίκες κατάξανθες νεράιδες με ζαφειρένια μάτια και σμαραγδένια γόνατα
έπαιζαν άρπα πάνω από την ακατοίκητη ηδονή των μεταναστών.


«Τι όμορφος πίνακας. Τι παράδεισος» αναφωνούσαν οι θεατές και έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον μέσα στην ελευθεριάζουσα Ευά-πόλλυτη ζωγραφιά.

«Ναι αλλά αυτό τι είναι;” φώναξε ένα πιτσιρίκι που ο διάβολος τον είχε βάλει να τρώει πασατέμπο όσο οι γονείς του έγλειφαν την σοκολάτα.
Στο κέντρο του πίνακα και κατευθείαν από τον ξένοιαστο ουρανό κρεμόταν μια μακριά χοντρή ολόχρυση αλυσίδα.
Λίγο πριν το τέλος, μια αγελάδα την έπιασε κόψιμο και χωρίς να μπορέσει να συγκρατηθεί σηκώθηκε απότομα. Έβγαλε με τέτοια φόρα τις ακαθαρσίες της που συνέτριψε τα κεφάλια των διψασμένων φιδιών. Το μόνο που απέμεινε ήταν τα δόντια τους. Οι γυναίκες τρελάθηκαν και έκαναν τις άρπες αρσενικούς όρχεις – υπάρχουν και άλλοι αναρωτήθηκε ο πλήρης μουστακαλής Σαλβατόρε – και οι λίμνες άρχισαν να πνίγουν η μία την άλλη. Οι φοράδες δεν πήραν χαμπάρι. Μέσα στον πανικό κανείς δεν πρόσεξε το Χέρι που βγήκε από τον ορίζοντα και τράβηξε με χάρη την λουσάτη αλυσίδα.

Αν κάποιος δικαιούται την πολυτέλεια στο κοσμικό καζανάκι, αυτός είναι ο Κύριος σκέφτηκε ο Σαλβατόρε. Στάθηκε λίγο αμίλητος στην σιγαλιά. Αυτό που είχε δει πέρα από το αποχετευτικό τσουνάμι τον γέμισε αισιοδοξία. Πόρδισε διακριτικά και μετά γύρισε την πλάτη στον αφρίζοντα υπόνομο γαβγίζοντας χαρούμενος.




Μαρία Ροδοπούλου



Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive