19 Μαρ 2015

Η ασάλευτη ζωή των Δούλων



«Οι δούλοι συνήθιζαν να κλαίνε πάνω από τα πτώματα των αφεντάδων τους μόνο από φόβο για τους νέους αφέντες» Louis Scutenaire

Καταλαβαίνω την οργή σου και βλέπω την σπηλιά σου με τις αόρατες θανάσιμες παγίδες που είτε μόνος σου είτε άλλοι σου έχουν στήσει κατά την έξοδο. Βλέπω την αμάθεια σου και την κατανοώ όσο κι αν με θλίβει και δημιουργεί ένα άλυτο κόμπο στην ψυχή. Με το πνεύμα σου κενό από τα πινέλα που σου δίδαξαν να κρατάς και εσύ δεν ήξερες να πεις όχι. Μες σε μια πόλη που τα γκρίζα βήματά της πληκτρολογούν αργά αλλά σταθερά τον θάνατο, εσύ μαθαίνεις την ορθογραφία της βίας.
Γίνεσαι ο άριστος μαθητής της θεωρίας του αφανισμού παραμένοντας στην σπηλιά  σου δέσμιος του μονόδρομου που σου δείχνει η θολή όρασή σου. Θα υπάρξουν πολλοί που δεν θα σου ρίξουν ευθύνες. Δεν θα είμαι μία απ’ αυτούς. Ευθύνεσαι, φίλε μου, για την κατάντια την δική σου και των άλλων κενών όντων που συγκατοικούν στην σπηλιά της αμάθειας και του αφανισμού. Ευθύνεσαι που δεν έμαθες ποτέ ότι η αναρχία δεν σημαίνει βανδαλισμό, δεν σημαίνει καταστροφή κι απαξίωση των λίγων σωσιβίων που μας έχουν απομείνει. Εσύ φταις που βάφεις με μαύρο την ιστορία γιατί μπορεί κάποτε να κράτησαν το αδέξιο χέρι σου και να σου δίδαξαν πώς να καταστρέφεις, μπορεί κάποτε να σε έπεισαν ότι ο φασισμός κι η αναρχία είναι η ίδια θεωρία αλλά εσύ ευθύνεσαι για τα τσιμεντένια φράγματα που υπάρχουν ακόμα στο πνεύμα σου και στην ψυχή σου. Ποτέ δεν είδες πόσο πολύ σ’έχουν προσβάλλει και μένεις με το πρόσωπο στραμμένο στον αδιαπέραστο τοίχο του θανάτου. Εσύ φταις, φίλε μου, που ποτέ δεν διάβασες το ποίημα που το άγαλμα έγραψε για σένα. Ναι, για σένα το έγραψε αλλά δεν έμαθες να συλλαβίζεις παρά μόνο την λέξη καταστροφή. Για την δική σου ασάλευτη ζωή έγραψε ο Ποιητής που εσύ δεν ξέρεις ούτε το όνομά του. Σε σένα αναφερόταν ο Σωκράτης μέσω του Πλάτωνα όταν είπε για την σπηλιά και τον σκοταδισμό.

Βέβαια δεν έχω απαιτήσεις από αυτούς που εθελοντικά δούλοι παραμένουν.
Σε λυπάμαι που δεν έμαθες ποτέ στ αλήθεια να διαβάζεις.

Κατανοώ, φίλε μου, την οργή σου αλλά  δεν καταλαβαίνω την άρνησή σου να ξεφύγεις από τα δεσμά που σε κρατούν αμόρφωτο θηρίο γιατί έτσι βολεύει τις αγέλες που λυμαίνονται την γη. Αφιερωμένο σε σένα και στην αγέλη σου το παρακάτω με όλο μου τον οίκτο για σένα και την σπηλιά σου.


Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ

Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.

και τό'πλασα. Κ’οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.

Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.

Και του ψιθύρησα: «Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!»

Και μ’ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ’ ο λάκκος: «Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ’ στ’ άψαχτα ενός λάκκου.

Ποτέ μην έρθ’ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ’ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ’ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ’ αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ’ όνειρο, δε θάρθ’ η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ’ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.

Τα τωρινά και τ’ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ’ τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»

Κ’ εγώ αποκρίθηκα: «Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ’ εγώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ’ αθάνατα όλα
μπορεί ν’ αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου».

Το όνομα του ποιητή που προσπάθησες ν'αμαυρώσεις
αλλά ευτυχώς η ελευθερία δεν αμαυρώνεται ούτε από
τον φασισμό ούτε από την δουλεία είναι

Κώστας Παλαμάς.

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive