Πάντα αμφέβαλλα για την έννοια
του χρώματος,
ως μικρή χαμαιλέοντας την θεωρούσα υπερεκτιμημένη,
αν και πολύτιμη. Το χρώμα δεν έχει
υπόσταση
παρά μόνο για τους θνητούς. Μαύρο για το πένθος ή για τον θάνατο
που δεν σε αφορά, λευκό για την χαρά ή για το πένθος που είναι μακριά σου,
κόκκινο για τον έρωτα ή τον φόνο που πάντα διαπράττεις εσύ,
κίτρινο για την ζήλεια ή για τον ήλιο που σε τσουρουφλίζει.
Όχι, προσωπικά δε θα διάλεγα ποτέ ένα χρώμα κι ας νομίζουν
ότι έχω διαλέξει όμως παρόλα αυτά, τα
χρώματα ,
καταδεικνύουν τους ξεγελασμένους ανθρώπους που, φυσικά,
πιστεύουν σ’ αυτά. Νομίζουν ότι κρύβονται πίσω απ’ αυτό,
ότι οι ίδιοι αν και γελασμένοι, ξεγελούν άλλους.
Σ’ ένα γκρίζο, συννεφιασμένο και μίζερο
κόσμο,
τα πυροτεχνήματα χρώματα, προσελκύουν τα θύματα.
Διότι η ζωή που βλέπουμε και που δεχόμαστε ως μία,
έχει μόνο αυτό. Θύτες και θύματα.
Μια μεγάλη αποικία από ταλαντούχες αράχνες
που υφαίνουν χρώματα και έννοιες που δεν αξίζουν
ούτε τη μια δεκάδα κάλτσες που αγοράζεις στη λαϊκή,
τις έχει φάει ο σκώρος κι η απάτη. Η παλέτα των χρωμάτων τους,
γραμμένη με αίμα άλλων να τα λέμε κι αυτά, είναι τόσο ψεύτικη
όσο κι η Μόνα Λίζα του Λούβρου, όχι όμως κι η Μοναχική Λίζα
των Ηλύσιων Πεδίων. Εκείνη δεν πρόλαβε να γίνει θύμα.
Βούτηξε στην πολύβουη άσφαλτο κι έγινε ένα με την μπελ εποκ
που τόσο αγαπούσε. Γλυτώνοντας έτσι από χρώματα, αράχνες,
θρήνους και ένα σωρό βαρετά, θνητά δυστυχήματα.
Η χρονική αλληλουχία και μια κβάντα που όλοι ξέρουν
κι όμως επιμένουν να αγνοούν , επιτρέπει σε κάποιους
που πάσχουν από αχρωματοψία πραγματικότητας
να επενδύουν στον γήινο αφανισμό τους.
Αφού πρώτα
– ελάττωμα το ξέρω και δε θα φέρω αντίρρηση
στις τυχόν
ενστάσεις, θα μου επιτρέψετε όμως να τις γράψω
στα παλαιότερα των ενδυμάτων μου…
και κάπου εδώ – και νομίζω ότι φαίνεται πια -
προβλέπω
μια επιστροφή
του Cameroon Girl χωρίς
πουέντες αυτή τη φορά όμως,
τις έκλεψε
ο ερωμένος της και τώρα χορεύει εκείνος
κάτω από τα
καμώματα της σελήνης αλλά με αγκάθια στα
τσίνορα που ναι κι όμως σταμάτησαν να ματώνουν -
αλυσοδένουν ένα βλέμμα
από εκείνα τα μενεξελιά τους μάτια
στην γέφυρα των αγνώστων
δολοφόνων
Κι είμαι εγώ η Μοναχική Λίζα τους
που κάποιες φορές τη μέρα των
νεκρών
ντύνομαι Μαγδαληνή
έχοντας
αιώνες πια φονεύσει την Μαρία
κι αφήνω ένα ανύπαρκτο στεφάνι
εις μνήμην
Μετά φορώ ξανά τα επιτάφια φτερά μου
κι ανασαίνω ελεύθερη
της κοινωνίας σας
ένα τσίγκινο κρεβάτι
ένα ξεφτισμένο τοπίο
χιλιάδες χρώματα
αλλά ο θάνατος – άχρωμος – πάντα
κοντά
Μαρία Ροδοπούλου