Και τι θα κάνεις τώρα που οι λέξεις πνίγηκαν;
με ρώτησε το μελαχρινό κορίτσι
~ έκανε κουτσό καταμεσής κυκλώνα
απτόητο από τη φρίκη που’ χε ρίξει
άγκυρα στα πεζοδρόμια _
«Είναι απλό. Θα βουτήξω»
και έπεσα στα πέτρινα νερά
Οι αυτοθυσίες με ενοχλούν,
είπε ένα αποδημητικό σχόλιο
Με πεθαίνουν οι γάμπες
όταν αρχίζουν οι κράμπες της αυτοκτονίας
Τίποτα δεν με σκοτώνει πιότερο
από τη μιζέρια της αυτοκριτικής,
συνέχισε ο κριτικός της στιγμής
σκαλίζοντας την μύτη της αυτογνωσίας
Γεμίσαμε αναγνώσεις θλίψης
μουρμούρισε το πεζοδρόμιο
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά λύπης,
είπε το αναθεματισμένο κορίτσι
κι έλυσε τα δάχτυλα στη πέτρα
Όχι ότι αυτό θ’ άλλαζε δομή θανάτου
Ήταν αργά για σωσίβιες υποσχέσεις
και γενικές χρόνου παρελθοντικού
Η άμμος είχε γεμίσει καβούρια
και ήταν σαν να μετακόμιζε
στο διπλανό παραμύθι
Η στιγμή
της αιωνιότητας είχε έρθει
και περάσει
χωρίς τυμπανοκρουσίες
και χαμόγελα ψητά
στη πέτρα του πνιγμού
Μαρία Ροδοπούλου