Με τραυματίζει η επαφή με τον ρεαλισμό
Γεμίζει το στόμα
τα μάτια
το μέτωπο
χώμα...
Γεμίζει το στόμα
τα μάτια
το μέτωπο
χώμα...
Είμαι έξαλλη
Ως απομονωμένο περιστατικό
δεν είναι αξιοπερίεργο
Σαν να κοιτάς ένα συγκεκριμένο
σβώλο λάσπης
ή ένα πεσμένο σάπιο φρούτο
αγνοώντας την παρέα του
Συμβαίνει σε όλους
ακόμα και στις ομοιόμορφες μαργαρίτες
στη ταπετσαρία
ενός γέρικου δωματίου
Κάτι πεθαμένο
κάτι ανύπαρκτο
μηδενισμένο
οδυνηρά κλαίει στην μοναδική γωνία
Η σβησμένη κάμαρη της ζωής
Από πάνω
χαραγμένο με παιδικά γράμματα
τ’ όνομά του
Ο χώρος δεν προσφέρει ουδεμία αποζημίωση
Τη παραμικρή επανόρθωση
Αλλά ας είναι
Ανεβαίνω σε κείνο το βουνό
που επιδεικτικά αρνείται την παρουσία μου
παραμερίζω την ομίχλη από τα φρύδια
και κοιτώ τριγύρω
σβησμένη σαν σάβανο
σαν το γέρικο δωμάτιο
που άφησα για ένα δράμι ονείρου
Κοιτώ την ρηχή γη που απλώνεται
θερισμένη στα θνητά πόδια
Εξ αδιαιρέτου όπως κι εγώ
Έξαλλη όπως κι η κόρη της
εγώ
Εκ των υστέρων υπόμνημα
Προς το παρόν
ζω στο ακριβό μέλλον
εξαργυρώνοντας ματωμένο παρελθόν
Η κόρη του αγαπημένου Πέτρου
εγώ
Πατέρα
εγώ
Μαρία Ροδοπούλου