Όσο κι αν το βλέμμα
στρέφεται
στον ουρανό
τα μάτια στο χώμα
πέφτουν
ένα πρόσχημα ως ένα αίνιγμα
ράβω στο πρόσωπο και στα φρύδια
με ένα αηδόνι στην σκέψη
κι έναν αρχαίο στα χείλη μύθο
διασχίζω τους δρόμους
κάτω από τις λευκές γραμμές
ό,τι μ’ πονά
ό,τι με καταστρέφει
χαϊδεύει τα ψέματα
που φόρτωσες αργά χθες το βράδυ
σ’ ένα
ανατολίτικο παζάρι
κάτω από δυο μισά φεγγάρια
κι ένα σφαγιασμένο ήλιο
Τι να εξιστορήσω με στόμα πικραμένο
επιδοτούμενες λύπες δεν αγόρασα ποτέ
εξάλλου ο φόνος πάντα ατιμώρητος θα μείνει
όσους φόνους κι αν πράξω ως εκδίκηση
ένα κομμάτι πάγου μια μάσκα
ένα παλιό καθρέφτη
κι ένα υστερόγραφο σου στέλνω
στέκομαι κάτω από τ’
αστέρια
αγγίζοντας τις άκριες
τους
δεν με πονάνε πια
ανοίγω τα χέρια
κι αφήνω ν’ αυτοκτονήσουν
οι σκάρτες μου
κραυγές
σπάζω τον νάρθηκα της αυταπάτης
και στέλνω στο διάβολο τις ψαλμωδίες
εξάλλου του αρέσουν
ζεσταίνει τα παιδιά του
με ύμνους και λιβάνια
Μαρία Ροδοπούλου