Τις νύχτες οι λέξεις
μ’ αγκαλιάζουν στα κρυφά
μα σαν έρθει το πρωί
αυτοκτονούν στο πλάι μου
αφήνοντας με έκθετη
στις προσωπίδες της ημέρας
παρά αστέρια μοχθηρά
που φύλαξε στην στενόχωρη σπηλιά
και μερικά σημάδια που αιμορραγούν
στο ύψος των μηρών της
ένα σπασμένο νύχι
πόσα πηγάδια κανείς να σκάψει
χωρίς να πληγώσει χώμα
μια κλαίουσα κορνίζα
η φωτογραφία της δραπέτευσε μια μέρα
κάποιοι την είδαν να τριγυρνά ξυπόλητη
ζητιάνα στις κρεαταγορές της τσιμεντένιας πόλης
μια φάλαινα λευκή
ανάμεσα στις μαυροφορεμένες γυναίκες
ένα μικρό κλαράκι θυμαριού
στα κακοτράχηλα βουνά της θύμησής της
ένας θρήνος με θραύσματα αποσκευές
και μια τσιγγάνα μάγισσα
τυφλή ακόμα και στην δική της μοίρα
Κάποτε όταν ερχόταν η άνοιξη
την βάφτιζαν γυναίκα
πια δεν είναι τίποτα
παρά μια γερασμένη γκέισα
με ξυρισμένο το κεφάλι
κάποτε όταν ερχόταν ο Δεκέμβρης
την λέγανε Αντιγόνη
Μαρία Ροδοπούλου