Θέλω να μου πεις
Όταν τα βράδια πλαγιάζεις
Όταν ουρλιάζουν στο μυαλό σου
με στόμα κλειστό και θάνατο φλέβες
όλα εκείνα τα έμβρυα που δεν τόλμησες να κυοφορήσεις
Ακούς;
Ή αρκείσαι σε αυτά που ποτέ δεν είχες και ούτε ποτέ θα έχεις
Ή κοιτάς το δαχτυλίδι που έχεις τρυφερά
ακουμπήσει στην πέτρα του φεγγαριού;
- σε γελάσανε στην πώληση, ξέρεις -
Πόσα νεκρά παιδιά σου κρατούν το χέρι
καθώς διαβαίνεις τον ύπνο που σου χαρίστηκε
όχι από γενναιοδωρία
ούτε από καλοσύνη
αλλά από καθαρή τύχη
Οι γείτονες στον εξώστη κάτι λένε
Το ακούς;
Όταν γονατίζεις το πρωί και προσεύχεσαι στον Αθώο
με τα χέρια πλυμένα και το πρόσωπο προβαρισμένο σε χαμόγελο γλυκό
Πόσες κόρες διάπλατα ανοικτές
κοιτούν το μάτι του νιπτήρα
Άραγε καταπίνει ότι άθελά τους ξερνάνε;
Πόσους κόσμους θα χωρέσει η αποχέτευση
μέχρι να μπουκώσει ιδεολογίες και δικαιολογίες;
Eίναι τα βλέφαρα ανοικτά
ή μήπως όλη η όραση
στο ποθητό κρησφύγετο ανά-μέσα στα πόδια σου
χαρίστηκε;
Θέλω να μου πεις
Αυτό που φώλιασε στην αριστερή γωνία
της πεντακάθαρης κουζίνας σου
τι είναι;
Εξημερώνεται;
Και αν όχι, πόσους εξολοθρευτές πρέπει να στείλω
για να σε απαλλάξω προσωρινά
από την αγωνία της τρισδιάστατης πραγματικότητας;
Μαρία Ρ.
Κάποιος άνοιξε της Πανδώρας το κουτί
και ξέχασε να το κλείσει
ή άδειο το αγάπησε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου