Μη μου τους έρποντες τάρατε
Συγχύζονται οι ουρανοί
Συγχύζονται οι ουρανοί
Ο αποκεφαλισμένος ξυλουργός
ένας οποιοσδήποτε ολοζώντανος αλιγάτορας
και δύο
λεπρές γυναίκες
με σκισμένα τα ιμάτια τους στα τείχη του αίσχους
κολυμπάνε παράνομα
με σκισμένα τα ιμάτια τους στα τείχη του αίσχους
κολυμπάνε παράνομα
μες στις κατεψυγμένες
διαθήκες
Τα στήθια όλων
ένας βάλτος αίμα
κι ό, τι απέμεινε από την σάρκα
ένας ξεκάρφωτος υπερσυντέλικος
Ο παράδεισος ξέμεινε
μ’ ένα μάτσο απλήρωτους λογαριασμούς
στα ακυρωμένα
Τα στήθια όλων
ένας βάλτος αίμα
κι ό, τι απέμεινε από την σάρκα
ένας ξεκάρφωτος υπερσυντέλικος
Ο παράδεισος ξέμεινε
μ’ ένα μάτσο απλήρωτους λογαριασμούς
στα ακυρωμένα
από παμπάλαιο
φιρμάνι
φτερά
Τελικά
τον απαγχόνισαν με τα παντελόνια κατεβασμένα
Δεν είχε τίποτα να επιδείξει
στην καθολική του γύμνια
πέρα από μια άβυσσο στο σημείο
όπου όλοι περνούσαν γι’ απάτητο βουνό
φτερά
Τελικά
τον απαγχόνισαν με τα παντελόνια κατεβασμένα
Δεν είχε τίποτα να επιδείξει
στην καθολική του γύμνια
πέρα από μια άβυσσο στο σημείο
όπου όλοι περνούσαν γι’ απάτητο βουνό
Μαρία
Ροδοπούλου