Είχα
χαθεί σε ωκεανό δακρύων, σκιών και απέραντης απώλειας.
Ο χαμός δεν έχει όνομα ούτε καν μπορεί ανθρώπινη ύπαρξη
να τον συλλαβίσει σωστά εκτός κι αν μπει στα ναρκοπέδια
της αυταπάτης.
Η πραγματοποίηση της λύπης, μου φώναζαν τα πλήκτρα
ενός περαστικού πιανίστα κι όλος ο κόσμος μου έγνεφε από τόσο κοντά
αλλά έμοιαζε τόσο μακρινός όταν προσπαθούσα να μιλήσω.
Ο χαμός δεν έχει όνομα ούτε καν μπορεί ανθρώπινη ύπαρξη
να τον συλλαβίσει σωστά εκτός κι αν μπει στα ναρκοπέδια
της αυταπάτης.
Η πραγματοποίηση της λύπης, μου φώναζαν τα πλήκτρα
ενός περαστικού πιανίστα κι όλος ο κόσμος μου έγνεφε από τόσο κοντά
αλλά έμοιαζε τόσο μακρινός όταν προσπαθούσα να μιλήσω.
Ένας
επίμονος βήχας διέκοπτε την ανάσα
και
η ομιλία γινόταν νεκρά γράμματα.
Κι εκείνα έπεφταν μικροί, καμένοι σταυροί πάνω στα χείλη μου.
Η επανάληψη πυρπολούσε το στόμα, τη γλώσσα και έστελνε μακριά
εκατομμύρια μικρά ετοιμοθάνατα φαναράκια στην σκοτεινή θάλασσα.
Κι εκείνα έπεφταν μικροί, καμένοι σταυροί πάνω στα χείλη μου.
Η επανάληψη πυρπολούσε το στόμα, τη γλώσσα και έστελνε μακριά
εκατομμύρια μικρά ετοιμοθάνατα φαναράκια στην σκοτεινή θάλασσα.
Έπλεαν
ταχιά μακριά από μένα και καθώς ξεμάκραιναν, οι σκιές
ορμούσανε
από τον αδιαπέραστο βυθό στα μάτια μου.
Τίποτα δεν έμενε παρά μόνο η στάχτη να θυμίζει το πέρασμα μιας τόσο
Τίποτα δεν έμενε παρά μόνο η στάχτη να θυμίζει το πέρασμα μιας τόσο
ταπεινής μορφής. Η πρεμιέρα του ασήμαντου έσκαζε με οργή
πάνω σε αόρατες, άφταστες, άφθαρτες στεριές κι εγώ επέπλεα σανίδα
πάνω σε αόρατες, άφταστες, άφθαρτες στεριές κι εγώ επέπλεα σανίδα
από
προγραμματισμένο ναυάγιο στ’άγευστα νερά της αιώνιας τιμωρίας.
Όλα
τα μέρη που στ’όνειρά μου γεύτηκα, απόμακρες δανεικές μνήμες
κι η μόνη σκέψη καθώς παρασυρόμουν από την παλίρροια της αυτοκαταστροφής ήταν πως η μεγαλύτερη πράξη αγάπης προς τους άλλους, ήταν μπούμερανγκ πάνω στο σώμα που αφηνόταν έλεος στο σβήσιμο του χρόνου.
Ξεθωριασμένες επιθυμίες, αρνητικά που είδαν πιο νωρίς το φως μιας ημέρας που ποτέ δεν θα ξανάρθει.
Όλοι γύρω από την τροχιά της σιωπής
κι εγώ είχα απομείνει να
μετρώ με όση ψυχή είχε καταδεχτεί κι η μόνη σκέψη καθώς παρασυρόμουν από την παλίρροια της αυτοκαταστροφής ήταν πως η μεγαλύτερη πράξη αγάπης προς τους άλλους, ήταν μπούμερανγκ πάνω στο σώμα που αφηνόταν έλεος στο σβήσιμο του χρόνου.
Ξεθωριασμένες επιθυμίες, αρνητικά που είδαν πιο νωρίς το φως μιας ημέρας που ποτέ δεν θα ξανάρθει.
Όλοι γύρω από την τροχιά της σιωπής
να με κατοικεί ακόμα, τις αντοχές για μια άνιση μάχη.
Ο καθένας μας κρύβει ένα θηρίο αλλά και ένα θήραμα μέσα του.
Τουλάχιστον έτσι γίνεται όταν το αποδέχεσαι. Όμως κάποτε το ένα τρώει το άλλο και εξαίρεση καμία στου χρόνου το συνεχές…
Απόσπασμα από το «Μυρτώ- Το κορίτσι της προσευχής»
Μαρία Ροδοπούλου
Υ.Γ.
Καλό μήνα Αύγουστο ~ εκκωφαντικό αγάπης