Τα βράδια
καθαρίζει το σιτάρι
το πλένει με προσοχή
το πασπαλίζει κανέλα ζάχαρη
στο τέλος τα καρύδια
Όταν χαράξει βγαίνει έξω
στα κρυφά
και το πετάει όλο στο χορτάρι
Ποτέ δεν λέει το χώμα όχι
καθαρίζει το σιτάρι
το πλένει με προσοχή
το πασπαλίζει κανέλα ζάχαρη
στο τέλος τα καρύδια
Όταν χαράξει βγαίνει έξω
στα κρυφά
και το πετάει όλο στο χορτάρι
Ποτέ δεν λέει το χώμα όχι
μείνει ανυπεράσπιστη
μπροστά σε μπαλωμένα χαμόγελα
σε μάτια που θυμίζουν έντονα
κλεπταποδόχους
Μικροπωλητές
μπαγιάτικου αντίδωρου
Ιστορίες
που λένε με δάκρυα στο στόμα
και με βλέφαρα στεγνά
Βλέπω
την παραμορφωμένη αντανάκλαση
φωταγωγημένης ανάσας
παρωδία έναστρου ουρανού
φάρσα τεχνητού φωτός
φοράει την λάμψη
όπως ο γέρος φοράει με καμάρι
την ολοκαίνουρια κατάλευκη μασέλα
Όλη μέρα
μπουσουλάει στο γέρικο στόμα
προσποιείται πως είναι ζωντανή
Κάθονται γύρω από το στρογγυλό τραπέζι
όπως οι πεθαμένοι σταυροφόροι του τίποτα
μοιράζονται μασουλώντας ανόρεχτα
τις σημαίες
τα τρόπαια
τα κειμήλια
τη σάρκα
τις ροζιασμένες παλάμες γύφτικου άρτου
Αλλά υπάρχουν
γυναίκες που ζουν
μοναχικά
απομονωμένα
σε σκοτεινά ενυδρεία
μαζεύουν λέξη-λέξη
όλα τα χρεωμένα παραμύθια
της ανθρωπότητας
Αφομοιώνομαι
στα ζεστά
νοτισμένα
ανεξόφλητα
μάτια
Βυθίζομαι σε ένα υγρό διδασκαλείο
Επιστροφή μασέλας στον αποστολέα
Αρνούμαι να φάω
τον άρτο των νεκρών
Μαρία Ροδοπούλου