Μέσα από τις τρίλιες κρεβατωμένης σελήνης
άγγιξαν οι φλέβες την παύση
Σήματα μορς έστελνε η κλινήρης σιωπή στα μουλιασμένα πόδια ειρωνικής μέρας.
Η Μύριαμ βάδιζε όλα τα χιλιόμετρα στο στενό μπαλκόνι. Στο δεξί αυτί ένα
τζιτζίκι με ένα ολόκληρο μήνα ζωής μπροστά του ξήλωνε τον ήχο από τον αντικρινό
βουνίσιο γέρο ενώ στο αριστερό της βρισκόταν το οροπέδιο που μόναζαν τα
σαξόφωνα της Desiree.
Στα μάτια της ζωσμένα δύο κύματα από την θάλασσα των Σαργασών.
Στην Bedford Str . όλοι είμαστε αθάνατοι σκέφτηκε ενώ χιόνιζαν τα δάκτυλα της
νοσταλγίες καταμεσής αυγουστιάτικου καμινιού. Η Desiree στο πλευρό της δάγκωνε
σφιχτά ένα πλήκτρο και μία νότα τόσο μυστική και τρομακτική που κανείς ποτέ δεν
τόλμησε να την παίξει παρά μόνο κάποια κρουαζιέρα που παίδευε ακίνητη τον χρόνο
στο Τρίγωνο των Βερμούδων.
Μαδούσε ένα ένα τα βλέφαρα της χθεσινοβραδινής συμφοράς αλλά τελικά την
απάντηση την βρήκε στο κανάτι που έσφαζαν στα γόνατα οι βεζυροπούλες. Ναι,
εκείνες πέταξαν τα βράγχια και κατοικούν στον βυθό του αλλόκοτου Τριγώνου. Εκεί
η Desiree αμολούσε τα κύματα και τσάκωνε τον Ποσειδώνα ανάμεσα στον μουσκεμένο
όρμο της.
Δυστυχώς, μονολόγησε η Μύριαμ, η Περσεφόνη αποφάσισε να αλλάξει κατοικία. Και
εκεί που όλα θα είχαν σωθεί ή θα είχαν χαθεί – πάντα εξαρτάται προς τα πού
γέρνει η κουβέρτα - ρώτησε η φωνή στο αριστερό αυτί
«Τι κάνει η Μαγδαληνή;”
«Κατεβαίνει στον κήπο της θείας Μέλπω κάθε χειμώνα και αφού τινάζει τον
μπαγιάτικο ήλιο από τα μάτια της κλέβει τα κόκκινα μήλα εκείνου του Δεκέμβρη
που ποτέ δεν περνά» απάντησε η Desiree συντρίβοντας με το δάκρυ της το επίμονο
τζιτζίκι που έπαιζε ντέφι τους θρήνους στο αυτί της ξανθομαλλούσας Μύριαμ.
Αχ αυτές οι μαυρομάλλες φόνισσες, αναλογίστηκε η Μύριαμ χαμογελώντας. Και
συνέχισε να φτιάχνει προσεχτικά ναυτικό κόμπο την νότα στο χειμερινό Τρίγωνο
της ασάλευτης μνήμης.
Μαρία Ροδοπούλου