13 Νοε 2010

Κουασιμόδεια Μετάφραση



μια μικρή ιστορία καμπουριασμένης παράνοιας αλλά ευθυγραμμισμένης άρνησης

Θαρρώ πως ποτέ δεν σταμάτησε να περπατά. Όλος ο κόσμος μια προκυμαία. Πάνω – κάτω με τον ποδόγυρο λασπωμένο και τις πατούσες βρώμικες απ’ όλα εκείνα που ξεβράζουν τ’ ανήμερα κύματα σαν σπάνε πάνω στην ξύλινη γεμάτη σκλήθρες αρένα. Είναι αλήθεια πως προσπάθησαν να της φορέσουν παπούτσια.
Έστω να πλύνουμε τα πόδια σου, της είπαν. Να βγάλουμε όλα τα ιώβεια καρφιά. Να καθαρίσουμε τις πληγές και να κάνουμε μια απαλή επάλειψη με αντισηπτικό. Και μόλις γιάνουν να τους χαρίσουμε το πιο όμορφο ζευγάρι γιάλινα γοβάκια. Δίνονται με εγγύηση από τον κατασκευαστή. Θα έχεις και bonus έναν πρίγκηπα που ποτέ δεν χρειάστηκε να γίνει βάτραχος. Δεν χρειάζεται να έχεις Ε-σταυρωμένα κάτω άκρα.
Εκείνη, φωνής αμόρφωτη, με σήματα μορς που τα αμυγδαλωτά μάτια της εξέπεμπαν έλεγε όχι.
Όχι ευχαριστώ. Πως θα περάσω την ζωή μου με πόδια ναρκωμένα; Και τι θα γίνει αν τα γοβάκια μου πραγματοποιήσουν την απειλή τους και ποτέ δεν σπάσουν; Θα αναγκαστώ να συντριβώ δίπλα στον πρίγκηπα που ποτέ δεν ένιωσε απελπισία. Κατοχυρωμένη πατέντα θαυμαστής αποδοχής με το bar code σεμνά στον αμφιβληστροειδή τυπωμένο.
Όμως εκείνοι δεν είχαν ποτέ μάθει την άχορδη γλώσσα που μιλούσε η Ρο. Χρόνια πέρασαν στα ανακριτικά κάγκελα χαμένοι στην μετάφραση. Έως ότου αποφάσισε να χτίσει μια μικρή καλύβα στην άκρη της αποβάθρας.
Μάζεψε ό,τι ναυάγιο βρήκε ξερασμένο στην όχθη. Όσο πιο χρησιμοποιημένο, τόσο το καλύτερο σκεφτόταν ικανοποιημένη μαζεύοντας ακόμα και τα γυαλιά από τις πατούσες της. Υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από το να βγάζεις μόνη σου ό,τι μόνη σου κάρφωσες; Αναρωτιόταν και κουνούσε το κεφάλι αδυνατώντας να καταλάβει την ασυννενοησία μεταξύ εκείνης και των στρατών σωτηρίας της.
Για να αποφύγει τους ανεπιθύμητους κρέμασε μια ταμπέλα στην εξώπορτα
«Συνεδριακός Χώρος Μουγκών Νεκρών». - ξέρετε υπάρχουν και οι άλλοι που επιμένουν σε φλύαρη υπενθύμιση του αφανισμού τους. -
Ικανοποιημένη μπήκε μέσα. Στο κέντρο του άδειου δωματίου βρίσκεται το τραπέζι που είχε κλέψει από την Σύλβια με έναν τεράστιο κόκκινο βάτραχο πάνω του και η καρέκλα που της δώρισε ο Άλφρεντ λίγο πριν μεταναστεύσει.

Χρόνια πάνε τώρα που κάθεται εκεί και γράφει βουτώντας τα μάτια της στο μελανοδοχείο.
Όταν δακρύζει, ο βάτραχος βγάζει την ζεφύρια γλώσσα του και γλύφει τις άκριες των ματιών της με λατρεία. Όταν γελάει μαζεύει βιαστικά τα μικρά διαμάντια πριν κομματιαστούν πάνω στις μελανές της ρώγες.
Ο μύθος λέει πως κάποτε ήταν γλυκόπικρος αγέρας αλλά τον ζήλεψαν οι άλλοι, οι στεριανοί άνεμοι της ξηρασίας και του θανάτου και τον μετέτρεψαν σε βάτραχο.
Κάποιοι άλλοι λένε πως τις νύκτες ακούνε το ηχηρό φιλί που δίνει η μουγγή Ρο στον αδέσποτο βάτραχο που τρύπωσε από τον φεγγίτη της. Σταυροκοπιούνται και περνάνε βιαστικά με μάτια χαμηλωμένα. Που ακούστηκε Κύριε! Βάτραχος, βάτραχος να παραμένει μετά από τόσο έρωτα. Αυτή η άθλια καλύβα όσο πάει και πρήζεται από την αναίσχυντη ερωτική σχέση.
Η Ρο χαμογελάει με νόημα στον αγαπημένο της αιρετικό και του κλείνει το μάτι καθώς καρφώνει στα νύχια όλα τα απορριπτέα του ποιοτικού ελέγχου.
Με πλήρη Ε-σταυρωμένα άνω και κάτω άκρα συνεχίζει να μεταφράζει την κουασιμόδεια άρνησή της προς τους αλλό-γλωσσους.


Μαρία Ροδοπούλου


Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive