Το
μόνο που εισέπραξα κοιτώντας προς τα πάνω,
είπε ο μονόχειρας ζητιάνος κουλουριασμένος στα λευκά μαρμάρινα σκαλιά – σαν να είχαν αφοδεύσει οι θεοί την αγωνία τους όλη στα μυρωδάτα πόδια μου αλλά επειδή δεν θα άντεχα την θλίψη τους μονομιάς να καταπιώ παρακράτησαν χαρτόσημο ανεξόφλητης λύπης το δεξί του χέρι –
ήταν η γνωριμία με ένα περαστικό δρυοκολάπτη.
είπε ο μονόχειρας ζητιάνος κουλουριασμένος στα λευκά μαρμάρινα σκαλιά – σαν να είχαν αφοδεύσει οι θεοί την αγωνία τους όλη στα μυρωδάτα πόδια μου αλλά επειδή δεν θα άντεχα την θλίψη τους μονομιάς να καταπιώ παρακράτησαν χαρτόσημο ανεξόφλητης λύπης το δεξί του χέρι –
ήταν η γνωριμία με ένα περαστικό δρυοκολάπτη.
Το
πετούμενο για να μου δείξει την ευγνωμοσύνη του με κουτσούλησε στο αριστερό
μάτι. Από τότε βγήκα στην επαιτεία.
Δεν
μπορώ να βλέπω μόνο την μία ακάθαρτη πλευρά του κόσμου.
Ξεγελιέμαι, αγαπητά μου πόδια και ανθίζω γιασεμιά στα δεξιά. Και πως στην ταρίχευση θα οδηγηθώ αν ακόμα ελπίδα χορταριάζω έστω και πλάι στους ξεχειλισμένους υπόνομους που με ελεούν φαρμακοποιό αγάπη; Tην ίδια συνταγή μοιράζουν στους πάσχοντες από έλλειψη μούχλας.
Ξεγελιέμαι, αγαπητά μου πόδια και ανθίζω γιασεμιά στα δεξιά. Και πως στην ταρίχευση θα οδηγηθώ αν ακόμα ελπίδα χορταριάζω έστω και πλάι στους ξεχειλισμένους υπόνομους που με ελεούν φαρμακοποιό αγάπη; Tην ίδια συνταγή μοιράζουν στους πάσχοντες από έλλειψη μούχλας.
Αλίμονο ακόμα και η πιο ειλικρινής εξομολόγηση δεν σταματά το (α)καθαρτήριο να ανακυκλώνεται. Είναι φτενή, η καρμπόν , απόγνωση και καταπολεμά την δυσκοιλιότητα, μουρμούρισε ένας θεός και έκανε λίγο πιο αριστερά για να μην τον πετύχουν οι αναθυμιάσεις από τις ικεσίες.
Και κάπως έτσι γερνάνε οι μέρες μας
εδώ στα παραπλανητικά τοπία σάπιας πόλης
γράφοντας επιστολές στις πεθαμένες μήτρες
ζωντανών ερπετών
"τι όμορφα που υποκλίνεστε στο πιάτο με την φακή
που μαγειρέψατε κάποτε με τα περισσευούμενα σάλια
μονοπόδαρης επιθυμίας."
Μαρία Ροδοπούλου