Και επειδή η κάθε μέρα
μας ισοπεδώνει
χωρίς καν την νύχτα να προσδοκά
Ένα ρολόι χωρίς δείκτες
και τα παπούτσια της χωρίς κορδόνια
άδειο από παιδικές αρρώστιες
το πάρκο
Κάποτε με ζωντανούς κοιμήθηκα
αλλά δεν ήταν αρκετό
μια αχτίδα φωτός στα κοιμητήρια
είναι λίγο
Ακόμα κι όταν ακούς τους λυγμούς
των δέντρων
Σκύβουν πάνω από τα κεραμίδια
της εγκαταλελειμμένης οικίας
Πλέκει κοτσίδες τα περασμένα
προσπαθώντας να κρατήσει
αγέραστο το βάζο της προσπάθειας
ποιος εμπαίζει ποιον;
πίνει το τσάι της
και στα φύλλα που έχουν κολλήσει στο πάτο
διαβάζει την ανιαρή αιωνιότητα
Μια μικρή στάλα αίματος
κυλάει χαρούμενη
από την μύτη της
Κοιτάει το πεζοδρόμιο
Γεμάτο ανίατα φτερά πεσόντων ανθρώπων
Τι υπέροχος κόσμος
για τις εκτρεφόμενες μύγες…
Και επειδή η κάθε μέρα
μας νεκρώνει
χωρίς καν να’χουμε πια ανάγκη
την ματαιότητα
Ακόμα ο κόσμος γεννοβολάει θάνατο...
Μαρία Ροδοπούλου