Όταν τον είδα μισόγυμνο
προσπαθούσε
να βάλει χαλινάρι στις φωτιές
κι είχε μια οδοντογλυφίδα
φράγμα ανίσχυρο
ανάμεσα στα όνειρα και στους εφιάλτες
Δεν αντέχω στα πραγμένα την μυρωδιά της στάχτης
Αλλά εσύ μην ανησυχείς για την όσφρηση
Δεν είναι κληρονομική
Συνέχισε με την άνεσή σου να φοράς τ’ανάλατα
Δεν υπάρχει λόγος να βγάλεις το μανταλάκι απ’τον λαιμό
Ποιός είμαι εγώ που θα σε αποφοιτήσει από άοσμη ασθένεια;
είπε ενώ τρόχιζε τα δόντια της φωτιάς
Κατέστρεψα πολλά όμως μόνο ένα μπορώ να διορθώσω.
Είναι λοιπόν περιττό να εμφανίζεσαι τις πολέμιες ώρες
Ίσως η παρουσία σου γενικά είναι ανώφελη
Ίσως μαζί μπορούμε να φτάσουμε επιτέλους το πουθενά
Έχω ακούσει γι αυτό το μέρος
Δεν ονειρεύεσαι
Full stop
Αλλά τελικά όλοι οι τόποι είναι λερναίοι μύθοι
Μόλις κόβεις την γεωγραφία του ενός
γεννιέται ο διπλανός του
Χειρότερος
Κατ’ τ’ άλλα να περνάς που και που το κατώφλι
Ακόμα και οι φωτιές χρειάζονται κάποιον καμικάζι
Σαν τους αβοριγίνες που δανείζουν τα μαύρα ιδρωμένα κορμιά τους
στα πλοκάμια των πυρκαγιών στις αυστραλέζικες στέπες
καθώς οι ρινόκεροι μάταια επιδίδονται σε πυρόσβεση
γαλιάντρας φλόγας
Διδάχτηκα πολλά
Τα ξέχασα όλα
Ένα μοναχά θυμάμαι
Πως να σε καταπίνει η φωτιά
και να ξεπηδάς μες απ’το στομάχι της
ζωντανός
Όταν τον αντάμωσα καβαλούσε τη φωτιά
σ’ένα ερημικό ροντέο
στο βάθος ένας αντάρτης κεραυνός
κελαηδούσε
όσο ο αετός έσπαγε το ράμφος
στη πυρπολημένη γνώση
Μαρία ΡοδοπούλουΚατ’ τ’ άλλα να περνάς που και που το κατώφλι
Ακόμα και οι φωτιές χρειάζονται κάποιον καμικάζι
Σαν τους αβοριγίνες που δανείζουν τα μαύρα ιδρωμένα κορμιά τους
στα πλοκάμια των πυρκαγιών στις αυστραλέζικες στέπες
καθώς οι ρινόκεροι μάταια επιδίδονται σε πυρόσβεση
γαλιάντρας φλόγας
Διδάχτηκα πολλά
Τα ξέχασα όλα
Ένα μοναχά θυμάμαι
Πως να σε καταπίνει η φωτιά
και να ξεπηδάς μες απ’το στομάχι της
ζωντανός
Όταν τον αντάμωσα καβαλούσε τη φωτιά
σ’ένα ερημικό ροντέο
στο βάθος ένας αντάρτης κεραυνός
κελαηδούσε
όσο ο αετός έσπαγε το ράμφος
στη πυρπολημένη γνώση