21 Δεκ 2017

Santa Maria

 Είμαι το απαγορευμένο αηδόνι
στην πόλη των νεκρών χελιδονιών
Στους βρεγμένους ώμους σου
Santa Maria
λεηλατούμαι από τις σκιές των ναών τους
Το ποτάμι στο εσωτερικό των μηρών μου η μόνη απόδειξη
Χάνομαι στην Νέα Ορλεάνη
χειρομαντεία του πόθου του
Γοτθική Μαντόνα
στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου
Η πέμπτη χορδή ξεκούρδιστου βιολιού
Η νότα που απαρνήθηκε τον προβιβασμό 
Ο απαγχονισμένος άγγελος
που βρέθηκε πεταμένος στα κρύα νερά του Δούναβη
μετακόμισε προσφάτως στα νοτισμένα υπόγεια
της επιθυμίας μου

Γίνομαι
la mujer sin cara
στο σκοτεινό μπαρ του
Alonzo
με τον μπάρμαν να κερνάει
την υγρασία μου στους μέθυσους
αλλά τ’ όνομά μου κάνουν περιφορά
πάνω στις καυτές λαμαρίνες
του ανέγγιχτου άρτου την Ημέρα των Νεκρών

Δεν βυθίζομαι
 το νερό  επιπλέει πάνω μου
Αναδύομαι μάγισσα από την
Loch Lomond
Επιστρέφω στα
highlands
γυναίκα χωρίς πρόσωπο
πρόσωπο χωρίς όνομα
και αφήνω το αίμα μου στην ζαχαρένια προφορά
του Νότου

Ανασαίνω την αγάπη στα μεσογειακά νησιά
πεθαίνω ξανά και ξανά
στα απαγορευμένα μπαλκόνια με θέα
το απέραντο γαλάζιο της ηδονής του
Θα σου μιλώ μόνο στην γλώσσα
που κάποτε με νανούρισες
Μην όμως ικετεύεις να σου ανοίξω
Δεν κατοικώ σε σπίτια κλειστά
Και το όνομά μου δεν έχει σημασία   

Δεν επιβιώνω ποτέ
στις χορογραφίες του
Moulin Rouge
ούτε πίνομαι
Dom Perignon σε κρυστάλλινο ψέμα
Ζω στο κάρβουνο
του ηλικιωμένου καλλιτέχνη
και λιώνω χωρίς ντροπή
στα λεηλατημένα σκαλιά της
Montmartre
Απολαμβάνω τα βήματα της φωτιάς
στην παγωμένη
Champs Élysées
ένα σάρκινο
hang στα χέρια του κυρίου
που  με τρυφερότητα
σε ατσάλινη λεπίδα μετατρέπει το κορμί μου
Ταιριάζω απόλυτα στην ανοιχτή πληγή του

Είμαι η αιρετική της ρυθμικής ανάσας
Ζω σ ένα κουτί κλεισμένη
και μόνο όταν το μαύρο μου στο κόκκινο ματώνει 
γίνομαι το γάντι που σε οδηγεί
στην απαγκίστρωση
από την αθωότητα της νομιμότητας

Μην με παρεξηγείς, μαέστρο
Δεν είμαι συνταξιδιώτισσα  κανενός ονείρου
Ούτε συντροφεύω ανεκπλήρωτους ανθρώπους

Είμαι μόνο ένα ανώνυμο οδοιπορικό
στις δακρυσμένες στέγες του έρωτα

_από το βιβλίο 'Εμπόδια Φτερά'



Mε τις ειλικρινείς ευχές μου
για Αγάπη και Ευτυχία
όπως ο καθένας μας την ορίζει

Μαρία Ροδοπούλου

12 Δεκ 2017

Άναρχο Όνειρο - Reboot



Horror Intermission
Let us for a while to breath
just a tiny drop
of hope and dream
I will find my keys if you promise
you will look out for them



τόσοι δρόμοι
στα δάχτυλα κρεμασμένοι
αλλά εσύ ...




Είσαι το άναρχο όνειρο
της μακαριότητας του Ύπνου
Παράνομα θρυμματίζεις
την αποχαύνωση των πρωινών
πολλαπλασιάζοντας
στα κρυφά μενεξελιές νύχτες

Είσαι το εδάφιο του πειρασμού
στην παλαιωμένη βίβλο
της μελαγχολίας μου



Μαρία Ροδοπούλου



Καλές Γιορτές... ονειρικές..
.

21 Νοε 2017

Πρόσφυγας


Το δάσος με το πνευμονικό οίδημα
και το μασκαρεμένο σκιάχτρο
παράπλευρη απώλεια
Ο ποταμός σε δυσκαμψία οργής
με τις κοίτες του να κάνουν τα στραβά μάτια
μίζερο επίδομα ερημιάς
Τ οξυγόνο με συσσίτιο
σκλάβος η πραμάτεια μου
Σ ελαστικό ωράριο οι τριανταφυλλιές
Μαδημένα βήματα
Όλα εκείνα που κατεβαίνεις πλαγιασμένος
Σπασμωδικά πεζοδρόμια και πεντακάθαρα παγκάκια
Ασπρισμένοι τοίχοι δανεικοί τρελοί πλήρης περίθαλψη σκληρότητας
μας τελείωσε το πετρέλαιο κίνησης μηνύουν τα όνειρα
Θα ‘θελα να σου μιλήσω για τον έρωτα
αλλά
εδώ τρεφόμαστε με κουπόνια φρίκης
Έλιωσε η φωνή μου
από το οξύ εκδικητικού δέντρου
απόγονος μιζαδόρικων κασσάνδρων

κι η ζωή πρόσφυγας στα κλεμμένα μου παπούτσια



Μαρία Ροδοπούλου

29 Ιουλ 2017

Αποδημητικοί



Αχ αυτές οι μεγάλες αγάπες
σαν το θέρος έρχονται
καυτές απρόσμενες
αποδημητικές όπως τα χελιδόνια
Με το πρώτο φύσημα του βοριά
μεταναστεύουν σε άλλα μάτια
και μόνος αγναντεύεις τα νέφη
που σε κυκλώνουν απειλητικά
Το τώρα γίνεται παρελθόν
και κάποτε το μέλλον θα γίνει παρόν
και μετά θα παρέλθει κι αυτό
Όλη η ζωή μας
ένα τώρα που γοργά φεύγει
αφήνοντας σύξυλα τα μάτια

αχ αυτοί οι μεγάλοι έρωτες
τόσο προσωρινοί
τόσο αναγκαίοι
τόσο ανθρώπινοι

τόσο μάταιοι…



Καλό Καλοκαίρι έστω και αποδημητικό


Μαρία Ροδοπούλου

18 Ιουλ 2017

Superbia - Little Steps to hell

Απόσπασμα




11 Δεκεμβρίου 1970
Σιάτλ
Η οκτάχρονη Κάσι έτρεχε όσο δεν είχε ποτέ τρέξει μέχρι
τώρα στη σύντομη ζωή της. Οι μακριές, ξανθές μπούκλες της,
χτύπαγαν με ορμή πάνω στους ώμους της και η ανάσατηςέβγαινε
αχνήμεςστο σκοτάδι. Έτρεχε κλαψουρίζοντας: «Θέλω να ξυπνήσω
τώρα», «θέλω να ξυπνήσω τώρα, μαμάκα».Κοντοστάθηκε και κοί-
ταξε γύρω της. Το σκοτάδι δεν ήταν πηχτό, αλλά ήταν γεμάτο
σκιές, κάτι που κατά κάποιον τρόπο το έκανε ακόμα πιο τρομα-
χτικό. Ήταν σίγουρη ότι την κυνηγούσε ο Μπαμπούλας, κι ας
έλεγε η μαμά της ότι δεν υπάρχει. Κάθε βράδυ που ξάπλωνε ερ-
χόταν η μαμά της και της χάιδευε τα μαλλιά. «Είσαι ο μικρός
μου άγγελος, Κάσι», της έλεγε. «Κι αν δεις εφιάλτη, να πεις
δυνατά τρεις φορές “Θέλω να ξυπνήσω τώρα” και θα δεις ότι
όλοι οι μπαμπούλες θα φύγουν τρέχοντας».
Κι αυτό το βράδυ δεν είχε γίνει καμία εξαίρεση. Είχε κάνει
μπάνιο, πλατσουρίζοντας περισσότερο απ’ όσο συνήθως, είχε
βουρτσίσει τα δόντια της και είχε ξαπλώσει με το φως αναμμένο
περιμένοντας τη μητέρα της να την καληνυχτίσει. Ίσως, σκε-
φτόταν, να την έπειθε να της διάβαζε αυτήν την ιστορία με τα
βατραχάκια που λάτρευε. Η μαμά της δεν την απογοήτευσε. Κάθισε
στο πλάι της και γι’ αρκετή ώρα της διάβαζε, μέχρι που αισθάνθηκε
τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Ένιωσε τα χείλη της
μητέρας της στο μέτωπό της και αποκοιμήθηκε.
Ήταν αργά όταν ξύπνησε από κάποιον περίεργο θόρυβο. Αλλά
μόλις έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια της, ξαναβυθίστηκε σε ύπνο
βαθύ. Κι αυτήν τη φορά άρχισε ένας εφιάλτης που όμοιό του δεν
είχε ξαναδεί. Ήταν σ’ ένα υπόγειο που μύριζε μούχλα, με τους
ιστούς των αραχνών να κρέμονται σαν ασημένια δεσμά από το
ταβάνι. Ούρλιαξε μόλις αισθάνθηκε μια αράχνη να περπατά στο
πρόσωπό της.
 «Θέλω να ξυπνήσω», φώναξε με όλη της τη δύναμη.Αλλά αυτήν
τη φορά δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Φώναξε ξανά και ξανά, όμως
ακόμα βρισκόταν σ’αυτό το υγρό σκοτάδικι έτρεχε κι όλο έτρεχε.
Μια φωνή συνέχεια της έλεγε να τρέξει, μια ανατριχιαστική φωνή
που ο ήχος της έμοιαζε με τον ήχο που κάνει η κιμωλία
καμιά φορά πάνω στον πίνακα. Συνέχισε να τρέχει κλαίγοντας,
χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει, μέχρι που στραβοπάτησε σε μια
πέτρα κι έπεσε κάτω.Σηκώθηκε,σκουπίζοντας τα ματωμέναχέρια
της πάνω στην πιτζάμα της. «Θέλω να ξυπνήσω τώρα», φώναξε με
όση δύναμη της είχε απομείνει. Η φωνή της περιπλανήθηκε στο
σκοτάδι, χτύπησε πάνω σε έναν τοίχο και γύρισε πίσω με μια
χροιά σαν να την ειρωνευόταν ο ίδιος της ο τρόμος.

Κάσι, από δω, κοριτσάκι μου, άκουσε μια ψιθυριστή φωνή
στο σκοτάδι. Με τα δάκρυα να τρέχουν στα βρώμικα μάγουλά της,
γύρισε προς το μέρος από όπου ερχόταν η φωνή προσπαθώντας να
διακρίνει ποιος ήταν.
«Ποιος... ποιος είναι εκεί;»κατάφερε να ρωτήσει, ενώ από
τον τρόμο της κατουρήθηκε πάνω της.
Έλα προς το μέρος μου, Κάσι, και θα σε πάω στο φως. Και θα
φροντίσω να μείνεις για πάντα εκεί που δεν έχει εφιάλτες και
μπαμπούλες,ακούστηκε η ίδια φωνή.
Η μικρούλα έκανε δυο-τρία βήματα προς το μέρος της φωνής,
αλλά κοντοστάθηκε. «Δεν σε πιστεύω. Θέλω να ξυπνήσω. Θέλω να
πάω στη μαμά μου», είπε με τρεμάμενη φωνή.

Ξαφνικά, ένα χέρι τινάχτηκε απ’ το σκοτάδι και την τράβηξε
μες στην σκιά. Η Κάσι μόλις που πρόλαβε να βγάλει μια στριγκλιά
πριν κάποιος της βάλει στο στόμα ένα μαντήλι που μύριζε απαί-
σια. Την επόμενη στιγμή έπεφτε σ’ ένα σκοτάδι λυτρωτικό.

Όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν ξαπλωμένη γυμνή πάνω σε μια
σκληρή και ψυχρή επιφάνεια, και μεγάλα δυνατά φώτα έπεφταν
με ορμή πάνω της. Ένιωθε αδύναμη και ζαλισμένη. Προσπάθησε
να κινήσει τα χέρια της, όμως δεν τα κατάφερε. Ήταν δεμένα
πάνω στο μεταλλικό τραπέζι. Την πονούσε το δεξί της πόδι κάτω
στα δάχτυλα και δεν ήξερε γιατί. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της
για να δει. Μια βελόνα ήταν χωμένη ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο
και στο δεύτερο. Ένα σωληνάκι έβγαινε από την άλλη μεριά, μες
στο οποίο έτρεχε νωχελικά το αίμα της. Έγειρε κουρασμένη το
κεφάλι της πίσω και τότε πρόσεξε τη γυναίκα που καθόταν στο
πλευρό της.
«Γεια σας, κυρία Τζέικομπ. Βάψατε τα μαλλιά σας; Φαίνεστε
πιο νέα», είπε το κοριτσάκι χαρούμενο που έβλεπε ένα οικείο
πρόσωπο. «Τι μου συμβαίνει; Πού είναι η μαμά μου;» ρώτησε
αδύναμα.
«Μην ανησυχείς, καλό μου», απάντησε η καστανή γυναίκα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της μικρούλας που μοσχομύριζαν λεμόνι και θυμάρι. Όσο ήταν αναίσθητη, της είχε βγάλει τα ρούχα και την είχε κάνει με επιμέλεια μπάνιο, αφού έλουσε τρεις φορές τα μαλλιά της. «Πάρε ένα γλειφιτζούρι. Είναι η αγαπημένη σου γεύση, με φράουλα», της είπε και, αφού ελευθέρωσε το ένα χέρι της μικρής,της έδωσε το μεγάλο γλειφιτζούρι.
Η Κάσι το έβαλε στο στόμα και η γεύση του της θύμισε το
λούνα-παρκ που την πήγαινε η μαμά της. «Νυστάζω πολύ, αλλά να
με ξυπνήσετε νωρίς, γιατί αύριο θα πάμε στον ζωολογικό κήπο
με το σχολείο. Θέλω τόσο πολύ να δω τους πιγκουΐνους που έχουν
φέρει», είπε με το γλειφιτζούρι να λιώνει στο στόμα της.
Η γυναίκα είχε γυρίσει την πλάτη της και ψαχούλευε σ’ ένα
ανοξείδωτο ερμάρι. «Θα κοιμηθείς σε λίγο, μικρή μου.
Για πάντα», είπε η γυναίκα σιγανά και γύρισε ξαφνιασμένη,
όταν η μικρή της απάντησε
 
«Κάποια μέρα, όμως, θα ξυπνήσω.  Όλοι μας θα ξυπνήσουμε»….





Η συνέχεια στο βιβλίο Little Steps to Hell

Διατίθεται σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία

Πρωτοπορία,
Public, Max Stores, Ιανός κ.α.

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive