Κάποτε Δέντρο ζούσα στο Δάσος της Βροχής
Τώρα ρίζα άκληρη
Απόδετη διαβάτισσα γυμνού τοπίου
Πρώτη με τάισα φαρμάκι
Πρώτη μ’ ανάθρεψα νεκρή
Ποιός από μένα τρέφεται
και από ποιόν εγώ μέλλει να τραφώ;
Καρπούς δεν έχω πια
γιατί μισέψανε οι ζωντανοί
Μηδέ χώμα αγνό απέμεινε
την πείνα να χορτάσω
Σε ποιόν χρόνο την δυστυχία να κλίνω;
Όταν το παρόν έσμιξε με το παρελθόν
Μέλλον χωρίς μήτρα κυοφορήθηκε
Ποιά γη θα με πλάσει από την αρχή;
Ποιό χώμα θα δεχτεί ετούτα τα λαβωμένα πόδια
Ταυτότητα δεν έχω και τ’όνομα έχω ξεχάσει
Πόσο τρέμω μην με αντικρύσω σε καθαρά νερά
Πολύ αμυδρά θυμάμαι που γεννήθηκα
και ποιά όριζε η μοίρα ,πριν και αυτή πεθάνει,να γενώ
Πράσινη η γη γεμάτη ανθρώπους ηλιοκαμένους
αλλά με χαμόγελo πάντα δροσερό. Κι ήταν η ζωή γλυκόπιοτη και ο αγέρας της χορτάτος. Μια ηλικιωμένη φορώντας πάντα λευκή μαντήλα στο κεφάλι με ένα κοριτσάκι πιασμένες χέρι χέρι κάθε απόγευμα επισκέπτονταν τα δέντρα.
Στο καθένα μας μιλούσε ξεχωριστά και δίδασκε στο κορίτσι την αρχαία γλώσσα.Με το χέρι της στολισμένο με τόσους ρόζους όσοι και οι κόμποι μιας γέρικης ελιάς χάιδευε τα ξύλινα κορμιά μας.
Έσκυβε απο πάνω μου ψιθυρίζοντας τρυφερά
«Ατέχ, μιτ μπαά.Ατεχ!
Ρας Καϊνέ πταχ Κνεέρουμ τε Ρίτβα
Τε ατα ;Ατά Γκιόλε Γκναχ τραα τι φατίχτα αμπταχ τε αμπταχ »
«Θεριεύω
Τις πέτρες του κόσμου λιγοστεύω
χώμα εύγονο βαθαίνω
Ευλογημένα τα παιδιά που γη ξανά και ξανά θα γεννούν»
Τέντωνα τα λιγοστά κλαδιά από χαρά
και χόρευε ευτυχισμένη η ξύλινη καρδιά μου
Ελάχιστα όπως ανέφερα θυμάμαι
μα ποτέ δεν θα ξεχάσω την βραδιά που ξέσπασε
του κόσμου η μεγάλη πυρκαγιά.'Αστραψε η νύχτα και έπιασαν οι ουρανοί να πέφτουν. Και το πιο Σκοτεινό απ’όλα τα θεριά με φαλακρό βουνό στην πλάτη και μύρια μάτια στις παλάμες ορμητικός ανέβηκε
από τα βαθιά σκοτάδια.
Ερωμένος έσχατος λεηλατημένης γης
Τα δέντρα σιωπηλά αφέθηκαν στο νέο πεπρωμένο
αλλά τα ζώα τύλιξαν τον κόσμο με την κραυγή τους.
Όλα τα φύλλα μου μεμιάς ματώσαν
και έσμιξε το αίμα με κείνο των ανθρώπων
Τι απέγιναν τα παραμύθια που ήρωες ανίκητους γεννούσαν;
Ποιός θα μας σώσει και ποιός προλαβαίνει από το θάνατο να ξεφύγει;
Η μητέρα σε μια προσπάθεια απελπισμένη να με σώσει
σαν φράχτης απλώθηκε μπροστά μου.Φλεγόμενη ασπίδα το σώμα της.
Θεέ μου τα κλαδιά της ! Τα κλαδιά της σε ύστατη ικεσία στον ουρανό υψωμένα.
Γύρω από τον κορμό της τυλιγμένο, μαύρη κορδέλα θλιβερή,
το σώμα του κοριτσιού.
Μια σταγόνα ξηρασίας δίπλα από το μικρό στόμα διψούσε για ζωή.
Μάτια τεράστια
μάτια νεκρά
μάτια γιατί
κυλούσαν στο άσαρκο πια κρανίο
Μια κατάλευκη , ω! πόσο κατάλευκη, μαντήλα, μάταιη σημαία ανακωχής τάιζε τις φλόγες του Πατέρα.
Όταν στα δύο σκίστηκε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό
βγήκε από τα δένδρινα στήθια της
"Μητέρα πως δέχεσαι τον καρπό σου να φονεύουν;
Ποιός μέσα από σένα θα ζήσει και ποιός θα σε υμνήσει
αν όλοι το κενό ασπαστούμε ;
Δώσε πίσω ότι πήρες
Δώσε πόδια
Μάτια
Δώσε καρδιά
Στήθια
Δώσε ζωή στον θάνατο
Γάλα γλυκό στο φαρμάκι
Δώσε Γυναίκα
Να καρπίσει πάλι ό,τι απόψε πέθανε»
Tότε ένιωσα χέρια ατσάλινα από το χώμα να με τραβάνε
Οι ρίζες μου ! Αλίμονο, σάρκινες πλέον.
Δεν έχω όνομα
Κι αν είχα το έχω πια ξεχάσει,
όμως τα λιγοστά όντα που συναντώ με φωνάζουν
Το Δέντρο που περπατά
Μαρία Ροδοπούλου
"Ισιδώρα - Το Δέντρο που περπατούσε"
Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 12/2009Υ.Γ Πολλοί φίλοι με ρωτούν τι δέντρο ήταν η Ισιδώρα.Στην καρδιά μου ήταν ελιά αλλά ο καθένας στην ψυχή τουμπορεί να της δώσει όποια ταυτότητα θέλει. Δεν έχει σημασία.Σημασία έχει αυτό που μπορούμε να κάνουμε. http://www.meteo-news.gr/site/article/Reforestation_of_the_mountain/