Πεινώ
Πόσο πεινώ, Ζαν. Το φαγητό τους φαρμάκι. Κάτι έχει πεθάνει μέσα στο πιάτο και κρύβεται στο θολό ζουμί. Αλλά μου είπαν ότι αν δεν το τρώω θα με ταΐζουν με βελόνες. Θα γίνω ο φακίρης
του σαδισμού τους.
Πεινώ...
Αυτοί τρώνε φρεσκοψημένο ψωμί και εγώ, το λιμασμένο σκυλί στην πόρτα τους. Ούτε τ’ αποφάγια τους δεν μου πετάνε. Πόσο θα ήθελα μια μέρα να σταθώ πάνω από το τραπέζι τους και να φτύσω χολή ανταπόδοσης στο ζεστό φαΐ τους. Αλλά ποιος κατάλαβε την πείνα όταν ποτέ δεν πρόλαβε φαΐ να λαχταρήσει;
Έκρυψα το πλαστικό κουτάλι κάτω από το στρώμα μου.
Σκέφτηκα ότι κάποτε θα μου χρησιμεύσει. Θα βγάλω μ’ αυτό τα μάτια τους από τις κόγχες και θα τα ταΐσω σ’ αυτό το πεθαμένο που παραμονεύει στη σούπα μου.
Όταν γίνουν τροφή των νεκρών θα καταλάβουν ...
Ξαπλώνω στο πάτωμα. Περίεργο, πιο μαλακό μου φαίνεται το πλαστικό δάπεδο από το στρώμα στο σιδερένιο κρεβάτι τους.
Κλείνω τα μάτια και αφήνω την Ζαν να κόβει τους ιστούς με τις μικρές δαγκάνες της πάνω στο μέτωπό μου.
Δοκίμασες ποτέ μύγα; ρωτάει . Μην βιαστείς να αηδιάσεις. Εσείς, οι άνθρωποι είστε αλλοπρόσαλλα πλάσματα.
Τρώτε τα πάντα και μετά κατηγορείτε εμάς για το φαγητό μας. Κάνετε γκριμάτσες απέχθειας αλλά σας έχω δει να καταβροχθίζετε με βουλιμία ο ένας τον άλλον. Είστε παμφάγα και επικίνδυνα ζώα.
Ο Όλντ Μέιτζορ προσπάθησε να μας ενώσει εναντίον σας αλλά τι τα θες; Πήραμε το μάθημά μας. Πάντα υπάρχει ένας προδότης ανάμεσα μας. Πες το, πρόνοια της φύσης. Κανένας δεν πλάστηκε από τον Θεό για να κατέχει την εξουσία. Και αυτό είναι που δεν έχει κανένα είδος που περπάτησε ή κολύμπησε ή πέταξε στην γη κατανοήσει. Δεν χρειαζόμαστε εξουσιαστές, δεν είμαστε αρχηγοί. Ήρθαμε για να συγκατοικήσουμε ο ένας δίπλα στον άλλον και όχι ο ένας πάνω στον άλλον. Τι τραγικό αστείο! Αυτό, οι άνθρωποι το ονομάζουν τροφική αλυσίδα.
Είναι κρίμα που ο Ναπολέων, όχι ο τρελός φιλοπόλεμος κροκόδειλος σας αλλά το γουρούνι, αποφάσισε να περπατήσει στα δύο. Ίσως, αν όλοι με τα τέσσερα διασχίζαμε την οικουμένη, να είχαμε γλυτώσει τους κατακλυσμούς και την αποψίλωση της ανθρωπιάς. Ίσως να μην είμαστε για σας ο Μπόξερ που τα πάντα έδωσε αλλά εσείς μέχρι και την σάρκα του πουλήσατε για το κέρδος.
Σταμάτα να μιλάς, της λέω. Από τότε που ο κόσμος γέμισε δασκάλους πέθαναν οι μαθητές. Δεν νοιάζομαι για τα μαθήματα ούτε για το δίδαγμά τους. Εξάλλου, ποιος μπόρεσε ποτέ να κάνει αυτά που δίδαξε και διδάχθηκε; Ίσως μόνο ο απόπατος που όλα τα γνωρίζει.
Εμένα με νοιάζει να ικανοποιήσω την πείνα. Προσπαθώ να καλέσω εκείνον που γεννήθηκε για να φέρει την αυγή αλλά στο τέλος χάθηκε στον λαβύρινθο και όσα μήλα είχε σκορπίσει για τους άθλιους θνητούς μόνος του τα έφαγε. Καταλαβαίνεις; Υποχρεώθηκε σε ισόβια κάθειρξη εαυτού. Είναι η αιώνια δύση. Εκείνος θα με ταΐσει.
Την νιώθω που βαδίζει πάνω στα κλειστά μάτια. Τα σιδερένια της πόδια βυθίζονται μέσα και αυτά αιμορραγούν χαρούμενα. Νιώθω το αίμα να κυλά στο πρόσωπό μου. Βγάζω την γλώσσα και το περιμένω καθώς υπακούει στην χαραγμένη διαδρομή. Τα πάντα υποτάσσονται στην βαρύτητα. Γι άλλη μια φορά οι τοίχοι γύρω μας διαλύονται.
Ανακάθομαι έκπληκτη καθώς βρίσκομαι καθισμένη σ ένα θρανίο. Μια πράσινη αίθουσα γεμάτη με χάρτες. Τρία μεγάλα παράθυρα, στην σειρά, ορθάνοιχτα αφήνουν τις μέλισσες να πηγαινοέρχονται μέσα στην τάξη. Τέσσερις σειρές θρανία και η κοιλιά τους χάσκει άδεια από μαθητές. Ο πίνακας στέκει αμίλητος όπως πάντα. Το άθλιο πράμα ποτέ δεν απέκτησε δική του γλώσσα. Μέσα από τα δάχτυλα ανθρώπων επιτρεπόταν να μιλήσει. Μπροστά του ένα γραφείο με μια υδρόγειο ακουμπισμένη πάνω του.
Τώρα που δεν είναι κανείς εδώ, πως θα μιλήσει; σκέφτομαι τρομαγμένη. Η Ζαν, ως συνήθως, κρύβεται στα μαλλιά μου. Μου έχει πει πόσο ανώφελα είναι τα σκασιαρχεία μου αλλά εγώ δεν την πιστεύω. Όχι ακόμα.
Κοιτάζομαι. Η μητέρα σήμερα μου φόρεσε την καλή μου ποδιά. Μπλε σκούρα καλοσιδερωμένη με πιέτες. Λευκή κορδέλα στο κεφάλι και τα μαλλιά σφιχτή κοτσίδα. Όπως συνήθως ούτε μια τρίχα δεν επαναστατεί πάνω μου. Ξάφνου τα παράθυρα κλείνουν με θόρυβο. Πηδώ τρομαγμένη. Η γκρίζα πόρτα
Η γκρίζα πόρτα
Κάτι έχει από πίσω της. Κάτι τρομακτικό
Απανωτά χτυπήματα πάνω της και μια φωνή
«Άνοιξε
Άνοιξε»
Ποιος χτυπά την θύρα του κινδύνου; με ρωτά παιγνιδιάρικα η Ζαν. Αν είχε λαιμό θα την είχα στραγγαλίσει.
«Α! Ταχιά ζύγωσε η νύχτα το κατώφλι και οι μίμοι σέρνονται πίσω από τις σκιές των περαστικών δυστυχιών» συνεχίζει ακάθεκτη.
«Πέρασε, Ω εσύ που αυγή φέρεις» ακούω έκπληκτη τον πίνακα να λέει.
Έντρομη βλέπω την πόρτα να ανοίγει και στο κατώφλι της
ένας άντρας ντυμένος με παλιομοδίτικα ρούχα κρατά από το χέρι ένα μικρό κορίτσι. Εκείνο φορά μια γαλάζια ποδιά και χαμογελά πονηρά μόλις με βλέπει. Ο άντρας προχωρά προς τον πίνακα χωρίς να μου δώσει σημασία ενώ το κορίτσι κάθεται στο πρώτο θρανίο με τις δύο κοτσίδες της να χοροπηδούν στους ώμους σαν μικρά ανελέητα μαστίγια. Η υδρόγειος στην άκρη του γραφείου αρχίζει να στριφογυρνά σαν τρελή.
Ο άντρας ανοιγοκλείνει το στόμα του αλλά η φωνή του βγαίνει ανατριχιαστική μέσα από τον πίνακα
«Το μάθημα αρχίζει» λένε οι εγγαστρίμυθες χορδές
«Ανοίξτε τα κιούπια με το μέλι
Σκορπίστε το κεχριμπάρι στους άπιστους επαίτες
Χύστε το κρασί στους στεγνούς δρόμους
Ξεδιψάστε τους λεπρούς και ντύστε στα μετάξια τις κοινές
«Μην τυχόν τα γουρούνια
δεν αξίζουν μαργαριτάρια στη κεφαλή να φέρνουν, Πατέρα;
διακόπτει το κορίτσι με κελαρυστή φωνή
«Σώπα μικρή ανόητη, ποιoν τρως τόσους αιώνες;»
«Σπάστε τα φιλανθρωπικά γόνατα
Μόνο έτσι θα κατανοήσουν
Ξεριζώστε τα χέρια των που οίκτο δίνουν
Μόνο έτσι θα κατανοήσουν»
«Με άνοστες θυσίες
πως θα γεμίσω την κοιλιά μου, ω συ που αυγή φέρεις;
Άνοιξε, Πατέρα, τις άδειες κόγχες
Τάισε τους πιστούς με τις πράξεις τους
Πέρα από τις μαρτυρίες της θάλασσας
που κρατεί στην ιδρωμένη μήτρα της
κρεμασμένες κόρες και ταριχευμένους γιούς,
πλημμύρισε τις κοίτες εχθρικών ποταμών
με τα οστά που λειαίνουν
έτη και έτη πολέμου των στείρων τέκνων
Αμήν!»
«Σώπασε, Μικρή Ανόητη, ποιον τρως τόσους αιώνες;»
«Μα αυτή, λέει και ξαφνικά γυρίζει και τεντώνοντας το δάκτυλό της με δείχνει, τρέφεται από το παιδί που σαπίζει μέσα στο κρανίο της. Την είδα! Μια μέρα άνοιξε στα δύο το κεφάλι της και με έκρυψε εκεί μέσα. Ακόμα και την γαλάζια μου ποδιά έφαγε και τώρα φοράει την καλή που μου πήρες όταν ήσουν η μάνα μου. Υποκρίνεται πως είμαι εγώ. Θέλει να ταΐζεις εκείνη για να λιμοκτονήσω εγώ.»
«Σώπα, μικρή ανόητη, και απάντησε επιτέλους. Ποιον τρως τόσους αιώνες;»
Το κορίτσι σταματά να μιλά βαριανασαίνοντας. Κλείνει τα μάτια της και μάγουλά της γίνονται κατακόκκινα καθώς απαντά ντροπαλά
«Τρέφομαι με ανθρώπινους αιρετικούς ανθούς»
Η Υδρόγειος σταμάτησε να στριφογυρνά και βγαίνοντας από τους άξονες της κυλά πάνω στο γραφείο. Σε αργή κίνηση την βλέπω που πέφτει κάτω και έρχεται προς το μέρος μου. Σταματά εμπρός μου και η ήπειρος που δεν υπάρχει λέει
«Εγώ είμαι που σπέρνω τους ανθούς της και εκείνη ως αντάλλαγμα με παραδίδει σε εγγαστρίμυθους δολοφόνους»
Μαρία Ροδοπούλου