Μια φορά κι ένα καιρό
ένα κορίτσι με μακριά άχρωμα μαλλιά
και μάτια σα κύματα λευκά
κυνηγούσε ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο
αλλά κάθε που πλησίαζε να το πιάσει
εκείνο έσκαγε ένα πονηρό χαμόγελο
κι έφευγε μακριά της
το
μικρό κορίτσι κάποτε
ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα
σε μια πολύβουη και βιαστική πόλη
αλλά όλη μέρα ήταν μόνη της
και μια σκιά σκέπαζε
τη μικρή κόκκινη καρδιά της
δεν
γεννήθηκε χωρίς χρώματα
αλλά όταν ήταν μικρή
ο πατέρας της σκότωσε τη μητέρα της
και μετά έκλεισαν και τους δύο
σε δύο μικρά κουτιά
την μητέρα σε ένα μαύρο
και τον πατέρα σε ένα λευκό
έτσι κι εκείνη έβγαλε όλα τα χρώματα
από πάνω της
τα ‘βαλε σε ένα άχρωμο κουτάκι
και το πέταξε στον ουρανό
η μόνη
συντροφιά της ήταν ένα μικρό
σιωπηλό λούτρινο αρκουδάκι
που είχε περασμένο στο λαιμό του
ένα μικρό φλύαρο κουδουνάκι
σε σχήμα καρδιάς
της το είχε δώσει ένα περαστικό αγόρι
που είχε λυπηθεί την αχρωμία της
ένα
βράδυ
στεκόταν στο παράθυρό της
και κοίταζε την αδιάφορη πόλη
με τους απρόσωπους διαβάτες
ένιωθε τόσο μόνη
κι εκείνη η σκιά είχε
αρχίσει πια να παίρνει θάρρος
είδε μια λάμψη στον ουρανό
ένα ουράνιο τόξο» φώναξε χαρούμενη
ξεχνώντας μονομιάς τη θλίψη της
άνοιξε το παράθυρό της και βγήκε έξω
για να χαϊδέψει τα χρώματα του ουράνιου τόξου
κάποια νυχτερινά πουλιά θαμπώθηκαν
από τη χαρά της
κάθισαν στα χέρια της
και την παρότρυναν
ν’ ακολουθήσει το ουράνιο τόξο
το κορίτσι δίστασε
«κι αν όταν αρχίσω να κυνηγάω
το ουράνιο τόξο, η σκιά μεγαλώσει
και με καταβροχθίσει, τότε τι θα γίνω;»
Το αρκουδάκι επειδή είχε πιαστεί
στην ίδια θέση τόσο καιρό
κουνήθηκε και μαζί του και το φλύαρο κουδουνάκι
«φύγε, τρέξε πίσω απ’ το ουράνιο τόξο» της φώναξε δυνατά το κουδουνάκι
το κορίτσι σκέφτηκε
ίσως αυτό να έδιωχνε τη σκιά
που της έσφιγγε τη μικρή κόκκινη καρδιά της
έβαλε το πιο όμορφο φόρεμα της
πήρε τον μοναδικό της φίλο από το χέρι
το σιωπηλό λούτρινο αρκουδάκι
με το φλύαρο κουδουνάκι
κι άρχισε να κυνηγάει το άτακτο ουράνιο τόξο
«αυτό από μόνο του δε θα ήταν τόσο περίεργο»
σκέφτηκε ένας περαστικό σμήνος από γλάρους
αν ξοπίσω από το κορίτσι δεν ήταν ένα μικρό σκυλί
το
μικρό σκυλί κάποτε ζούσε σε μια αυλή
αλλά όλη μέρα ήταν μόνο του
με μια σκιά να σκεπάζει
τη μικρή κόκκινη καρδιά του
δεν ήταν πάντα μόνο του
κάποτε
είχε ένα μικρό κορίτσι
στο πλάι του
αλλά την πήραν μακριά
όταν το κορίτσι έκλεισε
όλα τα χρώματα σ’ ένα κουτί
κι από τότε
την περίμενε μάταια να γυρίσει
ένα δειλινό, όμως, εκεί που καθόταν
και κλαψούριζε
μες στη μοναξιά του
είδε να περνάνε από μπροστά του
ένα μικρό ουράνιο τόξο
και στο κατόπι του ένα κορίτσι
με μακριά άχρωμα μαλλιά
«αυτό είναι διασκεδαστικό» γάβγισε χαρούμενος
ξεχνώντας μονομιάς τη θλίψη του
άρχισε να τρέχει προς τη μάντρα
αλλά σταμάτησε φοβούμενο τον έξω κόσμο
«κι αν εκεί έξω η σκιά γίνει μεγαλύτερη
και με καταβροχθίσει, τότε τι θα γίνω;» σκέφτηκε
και κείνη τη στιγμή το φλύαρο κουδουνάκι
χτύπησε χαρούμενο
«φύγε, τρέξε πίσω από το κορίτσι» του φώναξε δυνατά
το μικρό σκυλί με ένα γενναίο σάλτο πήδηξε τη μάντρα
κι άρχισε να τρέχει πίσω από το κορίτσι γαβγίζοντας
αν κατάφερνε να πιάσει το κορίτσι και το αρκουδάκι της
ίσως το κουδουνάκι να έδιωχνε μακριά
τη σκιά που έσφιγγε τη μικρή κόκκινη καρδιά του
τρέχανε
όλη μέρα γύρω-γύρω στη γη
αλλά κανείς δεν ήθελε
ποτέ να τσακώσει τον άλλον
το
μικρό ουράνιο τόξο φοβόταν ότι αν το έπιανε
το κορίτσι, τότε θα έβλεπε
ότι τα χρώματα δεν ήταν δικά του
κάποτε ήταν ένα μικρό γκρίζο νεφέλωμα
και μια μέρα βρήκε
ένα μικρό κουτί
που
περιπλανιόταν μόνο του στ αστέρια
όταν το άνοιξε
τα χρώματα του κουτιού
γραπώθηκαν πάνω του
και πλέον μια σκιά σκέπαζε
τη μικρή κόκκινη καρδιά του
και αν την άφηνε ελεύθερη θα το
καταβρόχθιζε
το κορίτσι φοβόταν ότι αν έπιανε το ουράνιο τόξο
τότε τι θα έκανε με όλα τα κλεμμένα χρώματα
κι αν η σκιά ελευθερωνόταν
κι έτρωγε και ‘κείνη και τα χρώματα;
το μικρό σκυλί φοβόταν ότι αν έπιανε το κορίτσι
το φλύαρο κουδουνάκι θα τρομοκρατιόταν
και δε θα χτυπούσε ποτέ πια ξανά
και τότε τι θα γινόταν το μικρό σκυλί
που είχε μια σκιά στη μικρή κόκκινη καρδιά του;όμως
το χαρούμενο κυνηγητό τους
το
ζήλεψε ο άνεμος
δεν άντεχε τη χαρά τους
άστραψε-βρόντηξε και κάλεσε
τ’ αδέρφια του από τον βορρά
μαύρα απειλητικά σύννεφα
σκέπασαν τη γη
οι άνθρωποι έτρεξαν να κρυφτούν
στο σπίτι τους
πώς τόλμησε το ουράνιο τόξο,
το κορίτσι και το μικρό σκυλί
να τα βάζουν με τον άνεμο;
μουρμούριζαν θυμωμένοι
το
μικρό ουράνιο τόξο
το
κορίτσι
και το μικρό σκυλί
σταμάτησαν τρομοκρατημένα
να τρέχουν
και έπεσαν
ο ένας πάνω στον άλλον
πάνω στην απελπισία τους
αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον
«τι θα απογίνουμε τώρα
που η σκιά θέλει να μας
καταβροχθίσει όλους μαζί;»
το μικρό ουράνιο τόξο
κρύφτηκε στα μαλλιά
του κοριτσιού κλαίγοντας
ενώ το μικρό σκυλί
είχε αρχίσει να γαβγίζει ξέφρενο
«ποιος τολμούσε να πειράξει
το μικρό ουράνιο τόξο
και το κορίτσι;» γάβγισε δυνατά
το
σιωπηλό αρκουδάκι θύμωσε
και διέταξε το φλύαρο κουδουνάκι
να χτυπήσει συναγερμό
ένας
περιπλανώμενος μαχητής
των ανέμων άκουσε το κουδουνάκι
κι έτρεξε κοντά τους
κραδαίνοντας το κοφτερό
δρεπάνι του
επί ώρες πάλευε
κομματιάζοντας τις σκιές
που είχαν καλύψει
το μικρό ουράνιο τόξο
το κορίτσι
και το μικρό σκυλί
όταν οι άνεμοι του βοριά
ηττήθηκαν και το ‘βαλαν
στα πόδια
ορκίστηκαν ότι ποτέ
δε θα κυνηγούσαν ξανά
το μικρό ουράνιο τόξο
το κορίτσι
και το μικρό σκυλί
ο νεαρός μαχητής
κάθισε κάτω εξουθενωμένος
χρόνια πολλά έψαχνε να βρει
το κορίτσι που του είχε χαρίσει
το μικρό αμίλητο αρκουδάκι
με το φλύαρο κόκκινο αρκουδάκι
ήθελε να της πει ότι ήταν όμορφη
ακόμα κι αν δεν είχε χρώματα
κι ότι αν άνοιγε το κουτάκι
που είχε κλείσει
τη μικρή κόκκινη καρδιά της
τότε θα πλημμύριζε πάλι χρώματα
έκλεισε σφιχτά τα μάτια του
κι άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν
στα μάγουλά του
είχε σκοτώσει τόσες πολλές σκιές
που είχε κουραστεί πια
κι ήθελε να γείρει το κεφάλι του
πάνω στον ώμο του άχρωμου κοριτσιού
ένα
μικρό σκυλί πήδηξε στην αγκαλιά του
ξαφνιάζοντας τον
και με την μικρή γλωσσίτσα του
άρχισε να γλείφει τα μουσκεμένα μάγουλα
«έχεις ανάγκη από λίγο χρώμα»
του γάβγισε το σκυλί
«κι είναι νωρίς ακόμα για ν’ αποκοιμηθείς
οπότε άνοιξε τα μάτια σου»
άκουσε τη φωνή του κοριτσιού
άνοιξε
τα μάτια του και κοίταξε
το
άχρωμο κορίτσι
μόνο που δεν ήταν πια χωρίς χρώματα
το μικρό ουράνιο τόξο
αποφάσισε να μείνει
στα μακριά άχρωμα μαλλιά της
επιστρέφοντας της όλα τα χρώματα
που είχε κλείσει σε ‘κείνο
το μικρό γκρίζο κουτί
εξάλλου τόσο καιρό
είχε κουραστεί να κουβαλά
μόνο του τόσα χρώματα
τα ‘χε χρόνια φυλάξει
μη τυχόν και τα ζητήσει το κορίτσι
τώρα πια μπορούσε να ζήσει
ευτυχισμένο μαζί
με το κορίτσι
το μικρό σκυλί
και το νεαρό μαχητή
το
μικρό σκυλί στάθηκε
στο πλευρό του κοριτσιού
ενώ το φλύαρο κόκκινο κουδουνάκι
σε σχήμα καρδιάς
χτυπούσε χαρούμενο
επιτέλους σκέφτηκε το μικρό σκυλί
βρήκα το κορίτσι
που είχε διώξει τα χρώματα
και ένιωσε
την μικρή κόκκινη ελεύθερη καρδιά του
να τραγουδάει ευτυχισμένη
όσο
καιρό με κυνηγούσαν
εσύ
το μικρό ουράνιο τόξο
και το μικρό σκυλί
μου δώσατε πίσω όλα μου τα χρώματα»
Βλέπεις, το μόνο που χρειάζεται
είναι να ξεκλειδώσεις το κουτάκι
που έχεις κρύψει
την μικρή, κόκκινη καρδιά σου
γάβγισε το σκυλί
και έγλειψε
με απόλαυση
τα κατακόκκινα μάγουλα
του νεαρού μαχητή