Βαδίζοντας στις
χορδές της άγνοιας
πόσο λυπάμαι που σε ξέχασα
Σαν τον κισσό που σκαρφαλώνει
στους
ανεμοδαρμένους τοίχους
μεταμφιέζοντας τις ρωγμές σε χαμόγελο
ή σαν ένα μοναχικό ρόδο
καταμεσής πολέμου χειμώνα κι άνοιξης
πόσο άγευστες οι λεωφόροι που διασχίζουν
μια φιμωμένη ευθεία
διψάει για τα
μαύρα πλήκτρα
ενός παγωμένου μήνα
η αρμύρα δεν
βρίσκεται μόνο
στο
αναμενόμενο θέρος
αλλά η φωτιά δεν συγχωρεί
κι η ίδια η ζωή είναι μία κατά
συρροή δολοφόνος
αφού οι λέξεις πλέον προδίδουν το κορίτσι
σέρνοντας την θάλασσα στη στεριά
όπως ένα τραίνο γεμάτο θλίψη
αγκομαχάει στις ανηφόρες
της ελπίδας
αφήνοντας πίσω του όλα τα άλυτα μυστήρια
οι στεντόρειες οροφές των
άλικων νεφών
διαλύθηκαν από το αδιάφορο φύσημα
των άνοστων καιρών
λες και βλέπεις σε αργή κίνηση το τέλος διαδρομής
πεταλούδες που
αργοπεθαίνουν
στο adagio της έκτης
χορδής
μια βαθιά ανάσα και μια στάλα ιδρώτα
πάνω στα επιδέξια δάχτυλα
του χρόνου
περιμένοντας απλά
το υπέροχο
φρικτό
αύριο
χωρίς αποσιωπητικά ως μια ένδειξη συνέχειας
Μαρία Ροδοπούλου