30 Δεκ 2010

Zahra - A fairy tale

Kλείστε τα μάτια, παρακαλώ, και αφήστε τους τοίχους να λιώσουν
εγώ και εσείς στην έρημο
μια νύχτα που δεν φοβάται να αγγίξει τ' αστέρια
με τις πυραμίδες να υποκλίνονται στην επιθυμία
και γύρω από την φωτιά
η Zahra με τον αγαπημένο της
τραγουδά για εμάς όσο λικνίζει το κορμί της
κάτω από σελήνη που φθονεί έρωτα θανάσιμο


He took all the blame


While the desert gave away

all futile horizons

He was building

sky by sky
my flesh


And I am here again

I shall dance against their petty mortality

The desirable church, mi lord,

will conquer

their sand


I am the humidity

their dry throats looking for


His desperation will have me grow

like a dream with velvet eyes

but, mi lord, you know

Wishes have sharp nails
under their satin skin


He can't resist Me


Open your hair

Zahra

And I will tear down

The pyramids of Gods


I will ravage the eternity

I Shall and will deny its existence


Zahra

Zahra

You are my destructive religion


Give me your fever, Zahra

And I will never die


As I move

Mi lord

my voice around your darkened desire

I blossom

despite their drought


Zahra

Zahra

Give me your flower

And I shall never be hungry again


Mi lord

Your breath is dying inside me

as your moonstone passes my moisten earth

One thousand tears flows from my open veins


My eyes will be the keeper

of your unlimited spirit

forever


oh Zahra
Zahra

be my flame
the one that I will never tame

Till the end of all lives




Μαρία Ροδοπούλου


Teyma song

Μουσική Adrastia - Alex Papadiamantis


Ας αποχαιρετήσουμε έτος άνυδρο

με ένα ερωτικό παραμύθι

που γράφτηκε για την μοναδική μουσική

του
Α.Παπαδιαμάντη


είθε να έχουμε Καλή Χρονιά

26 Δεκ 2010

Οι δρόμοι των ερωτήσεων


Κάποτε τρέχω
Άλλοτε αγωνιώ
Πολλές φορές με προλαβαίνουν ανέκφραστα γεγονότα
Ή ίσως μπαλώνω στο παλιό μου αδιάβροχο άλλη μια μικρή ιστορία λησμονιάς
Πως θα με ορίσω μνήμη αν πρώτα δεν λιώσουν τα χέρια μου σε ξεχασμένες στάσεις;
Γνώρισα πολλά πηγάδια νυσταγμένα, λέω στην σκιά που περπατά δίπλα μου
και που ποτέ δεν απέκτησε σάρκα κι οστά ,
κι αμέτρητα παιδιά κοιμισμένα στα ξεραμένα χείλη τους.
Ναι και υπήρχανε και οι περαστικοί που με πένα ωμή κατέγραφαν τα χρονικά
της ξηρασίας. Όλος ο κόσμος με θαυμασμό διάβαζε τους παρατηρητές και ξέχναγε
να δροσίσει τα θύματα της πεζοπορίας.

Όλοι οι δρόμοι που διαβαίνω ακόμα κι εκείνοι που δεν τυγχάνουν, ρίχνουν τα φύλλα τους, σιωπηλή διαμαρτυρία στο βιαστικό περπάτημα – γιατί όμως εγώ επιμένω να τ’ ακούω; - και τα βράδια φτιάχνω τις δικές μου παραμονές και στήνω παζάρια με χάρτες σβησμένους και όλες οι υδρόγειες σφαίρες στριφογυρνούν ασταμάτητα, ολοστρόγγυλες παραφρονημένες αρνήσεις.

Ξέρεις πόσους σωτήρες απάντησα, ρωτάω τον ίσκιο που δέντρο δεν γεννήθηκε, ναι, πολλούς κι είχαν στον ένα ώμο τους κάποιον παράλυτο θεό που τους έπαιρνε τα πόδια και στην θέση τους έβαζε μικρούς χαριτωμένους σταυρούς. Ναι, κι εκατομμύρια ψυχές ναρκωμένες στολίζαν τις γκέτες των θεϊκών στηριγμάτων.

Όλοι οι δρόμοι που διαβαίνω αλλά ακόμα κι εκείνοι που δεν με θένε,
νυχτώνουν
τις λύπες τους στα στήθια μου
και σαν το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα όλα τα γοβάκια που έχω χάσει
εμφανίζονται μπροστά μου. Τυχαία διαλέγω ένα ζευγάρι,
δένω την σκιά στον καρπό μου
– γιατί ξέρετε οι αδέσποτες σκιές έχουν πάντα τάσεις φυγής –
και φορώ το παλιό αδιάβροχο.
Λίγο πριν γκρεμίσω τις πόρτες, μου θυμίζει να κοιτάξω τις παλάμες μου.
Πάντα η ίδια σιωπηλή ερώτηση – γιατί όμως οι δρόμοι επιμένουν να την ακούν;

Αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω πως όλα τα μονοπάτια, δύσβατα και μη φτιάχτηκαν για ένα και μόνο λόγο. Για να μπορώ ίσαμε το τέλος ν’ αναρωτιέμαι ...



Μαρία Ροδοπούλου



Δική σας η ερώτηση, δική σας η απάντηση.

17 Δεκ 2010

Aνόητο Πεπρωμένο

Γυρίζω την πλάτη σ' εκείνη
που προσπαθεί να γείρει το άτριχο κρανίο της
στον πονεμένο ώμο της νοσταλγίας μου

Έτσι περνώ τις μέρες μου στην πείνα
και τα βράδια με χορταίνουν ολόκληρη
χωρίς να χρεώνουν τίποτα πέρα από το εύλογο

Την μοίρα ...


«Εδώ είμαι πάντα, περιμένοντας τον επόμενο σεισμό.
Κατόπιν υποκύπτω στα πολλαπλά συντρίμια με χέρια γεμάτα ανεπιθύμητες προσμονές. Στο τέλος μεταφέρομαι στην πρώτη εφημερεύουσα χαράδρα. Εκεί απολαμβάνω την αγρυπνία μου με στόμα άδειο από παραλληλισμούς ενώ ο μαέστρο με νανουρίζει με την πιο ερωτική ιστορία κατολίσθησης. Και όσο μέσα μου γκρεμίζονται οι νωθρές πτώσεις τόσο ανασταίνομαι έσχατη πολέμαρχος της ομαλής κυκλικής κίνησης.

Καταλαβαίνεις;

Παρουσία αναγκαστική είμαι και επιμένω στην εφεύρεση της καταστροφής μου. Οικολόγος της απουσίας μου δηλώνω αλλά ποτέ δεν με πήρα στα σοβαρά.

Τι να πω. Πάντα αγαπούσα τις ιστορίες αφανισμού των επιλογών»

τελείωσε κοιτώντας τα μικρά λυγερά χέρια της.

«Εγώ από την άλλη μεριά πάντα ανεύθυνη ήμουν. Περιπλανώμενη από καταυλισμό σε καταυλισμό αποφεύγω την άμυνα, μισώ την επίθεση. Μου προκαλεί ναυτία η περιστροφική κίνηση των ανθρώπων» απάντησα με την άνεση που μου δίνει η κοσμοπολίτικη λύπη μου.

«Κι όμως κάποιες φορές βλέπω την μοίρα να γυμνώνει τα δόντια, γέρικη μοναχική λύκαινα.»

Όταν άρχισε να βγάζει πέτρες από τα μάτια μας δεν άντεξα.

Την αγκάλιασα αγνοώντας
τον κόσμο που μας παρακολουθούσε κρεμασμένος από τις χειρολαβές σωτηρίας και της ψιθύρισα

«Και έρχονται στιγμές που ενθουσιασμένη παρακολουθώ το βλακώδες πεπρωμένο να κάνει γαργάρα όλα εκείνα που δεν προέβλεψε»


Μαρία Ροδοπούλου

15 Δεκ 2010

Οι ιστορίες της Ρο ή πως βάζουν στις επιθυμίες αποσμητικό


Γύρω στις 4 τα ξημερώματα και κάτω από τις ιδρωμένες μασχάλες πόλης που ικετεύει για γρήγορη ευθανασία άρχισαν να γκρεμίζονται τα πιο ψηλά πατώματα της ανάγκης. Πρώτα έπεσε το μεγάλο κατάρτι στο πρυμνιό μέρος της αποθέωσης του μοναδικού ονείρου. Σε ανέστιες εποχές δεν μπορώ να αποκαλύπτω μυστικές εξόδους, είπε. Γρήγορα διέφυγε στα αμπάρια ελλειπτικού αστερισμού– χωρίς να ξέρει ότι κανείς και τίποτα δεν γλυτώνει από την λυκίσια μανία αγιότατης επιθυμίας. Χώρος σκοτεινός φωτισμένος μόνο από μια μικρή λάμπα. Μύριζε κλεισούρα, μπαγιάτικη αρμύρα και χυμένο αίμα αναμιγμένο με το σπέρμα μιας μοναδικής σύμπτωσης. Ένας κρεμασμένος γάντζος λίκνιζε ράθυμα το σιδερένιο στόμα του. Αυτόν δεν θα τον χρειαστώ, σκέφτηκε, πάρα μόνο σε περίπτωση έκτακτης ερμηνείας και πάλι όχι για τα χέρια μου. Μόλις έβγαλε το πανί που της κάλυπτε το αριστερό μάτι


– σε κάποιο από τα κατεδαφιστέα ταξίδια είχε κατόπιν ανταρσίας χρηστεί η πειρατής εξαίρεση στον κόσμο που κουρσεύει τον εαυτό της. Όσο πιο πολύ μισούσε τόσο πιο πολύ δεν μπορούσε να σβήσει τα μέλη της. Έτσι άρχισε να τα σκεπάζει. Όταν κάλυψε το ένα της μάτι κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο να κρύβει. –

είδε την διαιρεμένη αιτία να γίνεται το Όλον. Πάνω σε ένα κρεβάτι νωχελικά αφημένη, εκείνη. Ολόγυμνη με την ανάσκελη αισχρότητά της διάπλατα ανοιχτή στις χαλαρωμένες οσμές. Ένας μαύρος πάνθηρας ξεκούραζε τις τριχωτές πράξεις του πάνω στην κατακλυσμική σάρκα. Η γυναίκα και το αιλουροειδές κοίταξαν την αποτυχημένη κουρσάρο με τα λαμπερά κίτρινα μάτια τους.

«Δεν υπηρετώ δυσχερείς αναμνήσεις, είπε ο πάνθηρας. Προτιμώ να τις μεταναστεύω στο κορμί της και μετά να γίνομαι η Ιερά Εξέταση των πόθων της»

Η Μ, κουρδισμένη ακινησία, μάζεψε όλο το θάρρος που είχε στους αστράγαλους απομείνει και γυρίζοντας την πλάτη κατευθύνθηκε προς τον ακέφαλο γάντζο. Τον ξεκρέμασε με αγάπη – είχε χρόνια το άγγιγμά του να νιώσει – και τον κάρφωσε στα χαμογελαστά στήθια της. Μετά χωρίς κουβέντα ξάπλωσε ανάμεσα τους αφήνοντας τον κόσμο να καταρρέει στην ασημαντότητα του.

«Ας βάλω και μια φορά αποσμητικό, τον παρανοικό συλλογισμό αποζημιωτικού εφιάλτη, στις επιθυμίες μου» σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια στην φασαρία που έκαναν οι βρώμικες πατούσες της Μητρόπολης της μετριότητας.


Μαρία Ροδοπούλου

Τίποτα πιο ανελέητο από το όνειρο. Μόλις φτάνεις να το αγγίξεις
εκείνο λιώνει κάτω από τις αχτίδες συνομώτριας αυγής.

11 Δεκ 2010

Στα μποντουάρ των λωτοφάγων

Μέσα στα μποντουάρ της ομοιοκαταληξίας και στις βραχνιασμένες αιτίες
oιδα-ν-οικών απ-αγορεύσεων, όλοι οι δρόμοι στα μάτια του χυμένοι.
Με δελεάζει η νωχελικότητα μοιραίας σύμπτωσης.
Μου θυμίζει την Μυρτώ που χόρευε ντυμένη μέσα σε πλήθος γυμνό από αγώνες.
Χαρτοσημασμένα μέτωπα ενάντια στην πυρακτωμένη ένσταση της λήθης της.
Πόσες εξώπορτες μπορεί το πρόσωπο να φορτωθεί
όταν οι κύκλωπες τον αλιθωρισμό τους ρίχνουν στην ιδρωμένη πίστα
όπου οι γλάροι παραμονεύουν ν’ αρτηθούν κάποιας λανθασμένης
αλλά πάντα ελεγχόμενης εγκυμοσύνης.
Διάδοχοι του ανατοκισμού στα τσιφτετέλια της απόγνωσης.
Αλλά είναι αυτός ο άνδρας που μυρίζει τα μαλλιά μου
και αποβάλει τα καταναγκαστικά έργα φυματικής χορογραφίας.
Επωάζει έρωτα καταμεσής της υπεροψίας ψεύτικων οδοντοστοιχιών.
Βάζει σε πειρασμό τους απενεργοποιημένους αδένες της γυναικείας μου κοιλότητας
και ολόκληρη με ανασαίνει.
Χωρίς καμιά απόδειξη, αγάπη με ενοχοποιεί, με θράσος,
μέσα στα μποντουάρ των λωτοφάγων ευνούχων.

Υ.Γ.


ακόμα εδώ αποφεύγοντας σειρήνιες προθέσεις νουάρ ημερών


Μαρία Ροδοπούλου

10 Δεκ 2010

Καταργημένοι


Τώρα που κόψαμε τους δρόμους
γίνανε πιότερες οι κραυγές

αλλά ελάχιστες οι φωνές


Ζευγαρώσαμε πολλοί

μάρτυς η προδότρα γη

Πληθύναμε τα ύψη

μια οκά καφέ και ένα τόνο σήψη


Νυστάξανε οι προσδοκίες

χασμουριόνται οι αμαρτίες


θα σε κέρναγα ένα σώμα

αλλά βρίσκεται σε κώμα


δειλιάσανε τα μέτρα

θα σε φιλέψω πέτρα πέτρα

τον καημό μου


Αλλά πως υπόσχεση θα σε δροσίσω

τώρα που κλαις και όλο κλαις

στις πεθαμένες μας αυλές

και κανείς

τσίλιες δεν φυλάει

στις απερχόμενες ευχές;


γενιές λευκές

γενιές νεκρές

μα πάντα εσύ θα φταίς

που όλο κλαις

πάνω από χυμένα χθές

και όλο καις

ωδίνες

γκιλοτίνες


Είμαστε κηφήνες

ψιθυρίζει ο χαφιές

Καταργημένες προσευχές



Μαρία Ροδοπούλου

4 Δεκ 2010

Η αιωνιότητα που τελειώνει


1η ανεπίδοτη επιστολή
Αγαπητέ Jean
Σου γράφω με λιγόθυμη ψυχή και δάκτυλα που δύσκολα περπατούν.
Η μικρή αιωνιότητα φτάνει στο τέλος της.
Το αίμα εγκαταλείπει γοργά τον μύθο.
Μικρά κόκκινα χελιδόνια αποδημούν
στόμα άνεργο και κοσμούν το λευκό μαντηλάκι κιτρινισμένης άνοιξης.
Μόνη υποδέχομαι τον χειμώνα
πιο μόνη από ποτέ.
Το σφύριγμα του τρένου όλο πιο κοντά και ίσα που προφταίνω να συντριβώ
από το βάρος των αναμνήσεων.
Όσα πρόσφερα δεν ήταν δικά μου.
Όσα μου χαρίστηκαν ξοδεύτηκαν στα μπαλώματα.
Ελάχιστοι την πόρτα μου χτυπούν.
Τα μάτια ξέμειναν από ισχυρισμούς και το νερό χύθηκε χωρίς αιτία.
Σου γράφω με την ανταρκτική στα γόνατα ξαπλωμένη
και δάκτυλα που φοβούνται την φωτιά.
Ο αγέρας δεν ανασταίνει τα πλαστικά λουλούδια.
Το χιόνι χορεύει στο πάτωμα.
Ανάπηρος ο καθρέφτης αρνείται να κοιτάξει.
Το σιφόνι φύτρωσε δόντια.
Οι κούπες απολιθώματα στον νεροχύτη
και μια μικρή αράχνη νοικιάζει τα κατακάθια τους.
Το παλτό σκονίζεται στην ίδια θέση.
Μόνος θεατής έγκλειστης μοναξιάς.
Η μικρή αιωνιότητα γκρεμίζεται.
Και ίσα ίσα που προλαβαίνει να σου μηνύσει.
Jean,
Κάποτε σ’ αγάπησα πολύ ...


Μαρία Ροδοπούλου

1 Δεκ 2010

Το χαμόγελο της Μέδουσας



Χαμήλωσα τόσο πολύ το άσπρο
που πλέον δεν το βλέπω
Ολούθε γύρω μου
μαύρες φωτιές
και εγώ στο κέντρο παγωμένη
Λερναίες ύδρες
μέρες
που τίποτα δεν τις φονεύει
παρά δύστυχα πολύφημα βράδια

Τόσες φορές έλυσα την άσκηση
που παραιτήθηκε το πρόβλημα
Ολούθε γύρω μου
μαγειρεμένα ίσον
και εγώ στο μέσον
με χέρια φορτωμένα
από μεταναστευτικά δεδομένα

Ξεχειλισμένες μοίρες
που ρίχνουν δηλητηριώδεις σαϊτιές
σ’ εκείνο που δεν είμαι
και εγώ
της Ηλέκτρας νόθο πλευρό
πεθαίνω από την γεωμετρική πρόοδο
κλυταιμνηστρών
κοκκαλωμένη
σε μια αιωνιότητα που τίποτα δεν δανείζει
σε ψυχορραγούσα ώρα

Πολύ λιγόστεψα την ιστορία
ίσα ίσα για βραδινές επιδρομές
στον κήπο της Πανδώρας
που φέρει
στην ανάσα πορτοκάλια
άνθη θανάτου στα μαλλιά
και στα χείλη
της Μέδουσας το λυπημένο βλέμμα




Μαρία Ροδοπούλου

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive