Κι ήταν το πάρκο γεμάτο από τα απομεινάρια μας.
Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί μια τόσο συνηθισμένη μέρα
εκτός από το να επιδοθούμε σε άγρια κωπηλασία προς την υποταγή για άλλη μια
φορά όσο και αν η γλώσσα μας δημιουργούσε ισχυρά αντίθετα ρεύματα. Και τους το
είχα πει, μόνο αν την βάρκα
βυθίσεις θα μάθεις εάν ξέρεις να
κολυμπάς. Αλλά πως πετάς τις χειροπέδες όταν σε έχουν μάθει να πιστεύεις πως
σωσίβια είναι;
“Ποτέ δεν πήρα προαγωγή. Δεν έγινα τρανταχτό ουσιαστικό. Ένα πέρα – δώθε
αντωνυμιών ήμουν. Όταν έφτανα στο
τελευταίο κεφάλαιο, αυτοκτονούσα στην ύστατη αυτοκρατορική περισπωμένη της
ραχοκοκαλιάς τους. Η θηλιά ως ελάχιστη αμοιβή δινόταν στους μεταφορείς που
γέμιζαν τις τρύπες με τα πεσμένα μάτια μου. Με την σεμνότητά μου τάϊζαν
αδέσποτα, λιμασμένα πρόσωπα. Και έτσι κατάντησα να παίζω σαξόφωνο στα σαγόνια
που βρωμοκοπούν ανεπάρκεια» είπε στον
μίμο που είχε απλώσει το καπέλο του απαιτώντας κι εκείνος το αντίτιμο της
ακρόασης.
«Εγώ, της είπε μια
γυναίκα από το πλήθος γλείφοντας το make up του
μίμου, αρκέστηκα στο να ξεκληρίζω όλα τα
θαμμένα. Μετά διαμαρτύρομαι έντονα για
την χρωματιστή γλώσσα μου που παθαίνει κλειστοφοβία μόλις κοιτάζεται στον
καθρέφτη. Αλλά τουλάχιστον με
ανακουφίζει η κατάργηση των διάσημων απορρήτων. Κι ας φαίνομαι στο στόμα τους
παραγινωμένη γόμα. Κάποτε βέβαια πρέπει να λύνω τις ανισώσεις και έτσι
αναγκάζομαι να συμμετέχω στα παιγνίδια μπόουλινγκ που διοργανώνουν. Ως κορίνα.»
Μια άλλη που κουβαλούσε στα χέρια μαξιλάρια μονολογούσε
γαργαλώντας με ένα φτερό πουπουλένιο τις πατούσες μιας περαστικής σαύρας που
έκπληκτη παρακολουθούσε τα περιθωριακά πλευρά του κόσμου να μιλούν.
«Μνήσθητι κύριε έλεγε με την διχαλωτή σκέψη της. Δεν
ήξερα πως και τα τυχαίως γεννηθέντα ουσιαστικά έχουνε φωνή»
«Εγώ δεν κοιμάμαι ποτέ χωρίς τα μαξιλάρια μου. Τρία κάτω
από την ευθύνη για να μην την πιάνει ο λαιμός της. Δύο στην συνείδηση για να μένει επίπεδη και
να μην παχαίνει από ύποπτες ενδείξεις.
Ένα στην μέση των ελπίδων για να μην κοψομεσιάζονται από την αναμονή. Και πάντα
με τα πόδια ανασηκωμένα γιατί εκεί που έχουν φτάσει τ’ όνειρα κινδυνεύουν στο
πάτωμα να σωριαστούν. Θα’ ναι ο θόρυβος
μεγάλος και φοβάμαι μην τυχόν και το θαρρέψω για σημάδι αναχώρησης από την
ανάσκελη θέση».
Αριστερά από τον μίμο και καθισμένη στο γρασίδι ήταν μια
γκαστρωμένη έφηβη. Δίπλα της η μητέρα της που κάθε τόσο λίγωνε το αγέννητο με
τα ταλαιπωρημένα απορρυπαντικά της χέρια ψιθύριζε
«Κάθε που φτάνω στον γκρεμό εκείνος με προσπερνάει και τα
βράδια σιδερώνω επιμελώς τις καινούριες ενοχές που θα φορέσω το πρωί. Αλλά δεν
αντέχω και λίγο πριν τα ξημερώματα τις δοκιμάζω όλες μία-μία και το πρωί
τσαλακωμένη συστήνομαι στην σφουγγαρίστρα».
Στεκόμουν στην άκρη κοιτώντας όλες αυτές τις γυναίκες που διαδήλωναν ενάντια στον ατάραχο
μίμο. Οι τιράντες του είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν και η μέχρι τότε επίπεδη
κοιλιά του φούσκωνε επικίνδυνα. Ο αγαπημένος μου είχε κουλουριαστεί στα πόδια
μου και ξέπλενε τις πληγές με τους λυγμούς του. Δεν ξέρω γιατί αλλά σκέφτηκα το
αερόστατο. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και
έβγαλα την ζωγραφιά. Ένα μεγάλο μαύρο
αερόστατο με το σχοινί του δεμένο στην άκρη όπου τελείωνε η αλαφιασμένη γη –
γιατί αν ακόμα θαρρείτε πως είναι στρογγυλή λυπάμαι αλλά σας δίδαξαν μόνο την
μία αλήθεια, τις άλλες τις έκρυψαν στο
αιδοίο της πόρνης που απαλύνει τον στρογγυλό πόνο τους. Τι αλαζονεία και τούτη. Ανακύκλωση του ίδιου
πόνου με διαφορετικές γκριμάτσες θλίψης
–
περίμενε υπομονετικά. Σήκωσα βιαστικά τον ερωμένο μου,
πέταξα τον αγκώνα της παραίτησης που τον ενοχλούσε στις μασχάλες και μετά επιβιβαστήκαμε στην μαύρη έξοδο. Με έναν
λυγμό του, έκοψα το σκοινί και καθώς άνεμος συνένοχος μας παρέσυρε μακριά,
παρακολουθούσα με λύπη όλες τις γυναίκες να πέφτουν στο καπέλο του μίμου.
Τελευταίος μπήκε ο ίδιος με την χοντρή κοιλιά του να κλείνει ερμητικά το
μοναδικό άνοιγμα.
όλοι μαζί
τραγικά
χαμογελαστοί
αποταμιεύουμε
αυταπάτης
ληγμένα αποφάγια
στην λαχειοφόρο
αγορά
όλοι μαζί
τραγικά
χαμογελαστοί
γυμνώνουμε
κοιλιά χοντρή
γεμάτη
ψευδαισθήσεων
λίπος
όλοι μαζί
τραγικά
χαμογελαστοί
προσκυνούμε
την συλλογική
ιλαρότητά μας
Υ.Γ
Αχ και πως
φροντίζουμε να έχει η αλήθεια το μέγεθος του παντελονιού μας.
Ούτε πολύ στενή
ούτε πολύ φαρδιά.
Την αγοράζουμε
στο νούμερο που μας πρέπει
για να μας είναι
άνετη.
Μαρία Ροδοπούλου