
Ήταν εκείνο το σκιάχτρο
που διέσχιζε το χωράφι
με ένα κόκκινο δρεπάνι
και ένα κοράκι που σκίαζε το μέτωπό του.
Τσιμπολογούσε τα πράσινα μάτια
και γουργούριζε σα χορτασμένη γάτα
«μα ξέρετε, είπε θλιμμένος, δεν είμαι σκιάχτρο
από τότε που πέθανα σκέφτηκα
αντί να τρώνε τα βρέφη που σπέρνω
να τους δίνω τη σιτεμένη σάρκα μου.
Για να μη ξυπνάνε οι φωνές, κυρία"
ψιθύρισε τρομαγμένος
«πρέπει να μολογήσω ότι κι εγώ
στο γραμματοκιβώτιο
βρίσκω όλο προσφορές για τη θέση σου»
απάντησα σκεφτική
και χάιδεψα αφηρημένη τα μαύρα φτερά του.
Όμως είναι που ‘σπασε η αξίνα μου
και δε μπορώ να φυτεύω έμβρυα
και, αλήθεια, δεν ψέγω το παρελθόν
που παρόλο που μου φέρθηκε
με στοργή όταν κρεμάστηκα ,
παραπονιέμαι γιατί ακόμα
σε κείνο το άπληστο δέντρο
αιωρούμαι σαν άθλιο εκκρεμές
Τόσα χρόνια το ποτίζω
μα το αναθεματισμένο
συνέχεια ανθίζει νεκρούς.»
"Εκείνο το βιβλίο φταίει, κυρία
αυτό που ξεχάσατε να υπογράψετε
Κι εγώ που με βλέπετε και κάνω τον κηπουρό
είναι γιατί μου είχε τελειώσει το μελάνι.
Είχα γράψει ένα μεγάλο γράμμα στο Θεό
μα αυτός μου έστειλε δώρο
ένα παλιό παλτό κι αυτό το κόκκινο δρεπάνι.
Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που έφυγα βιαστικός
πάνω σε μια καρέκλα."
Μαρία Ροδοπούλου
Σουρεαλιστικός εφιάλτης από το "Βιβλίο των Νεκρών - Ο Όγδοος Ορίζοντας"