27 Δεκ 2016

Οι ιστορίες με τα πολλά μάτια

Τι φλυαρία θεέ μου
μόνο και μόνο για να στείλω
νοσταλγίας SOS



Αργότερα θα μιλήσω για τις ιστορίες που έγραψα αλλά δεν με περιείχαν
Τώρα ράβω εκείνον τον λευκό επίδεσμο πάνω στον δανεικό καθρέφτη
ξεχασμένος κι αυτός όπως η θλιβερή ιστορία του καντηλανάφτη
που κάθε τόσο έσβηνε τα μισολιωμένα κεριά αλλά ο διάβολος
στο κατόπι του, έπαιζε παιγνίδια με τα αλλήθωρα μάτια της Μαγδαληνής,

που είχε τάξει, εννοείται, τα στήθια της στους τρούλους και τα χέρια της
στα πολυκαιρισμένα στασίδια, μόνο τα βλέφαρα – ναι αυτά τα βλέφαρα που έπεφταν βαριά σα τις βελούδινες κουρτίνες για τις οποίες τόσο υπερηφανευόταν η θεία μου η Αρχόντω μέχρι  που όταν πέθανε την τυλίξαμε με δαύτες και την στείλαμε στο καλό,
παρέμειναν ανένδοτα σαν ανάπηρα, αμετανόητα πουλιά, «πάρε τουλάχιστον ένα δηλητήριο για το δρόμο της φώναζε ο νεωκόρος αλλά εκείνη προτίμησε να το πιει όλο μονορούφι μπροστά στο άβατο των νεκρών,

όλοι θαυμάσαμε τότε το σιωπηλό κοιμητήρι που χτίστηκε μες σε μια στιγμή πάνω στο ροδαλό της στόμα, για ενθύμιο κρατήσαμε τις ανένταχτες πατούσες της κι ας τρέχουν ανεξέλεγκτες κάθε βράδυ στα εφημερεύοντα για να λάβουν μέρος σε κούρσες απόλυτου τρόμου, εξάλλου ποιος θνητός δεν θυσίασε την απόλυτη σιωπή για μια στιγμή, έστω άρρωστης, αδρεναλίνης

όπως η μητέρα σκότωνε με τέτοια μανία τις μύγες που χαιρόμουν ενδόμυχα για την επικείμενη ώρα της εκδίκησης

ξεχνώντας, φυσικά, ότι ο θάνατος έχει πολλά μάτια κι όσα ποδάρια κι αν έχει κανείς κάποια στιγμή ξεμένει από δρόμους.
Και θα είχα πει ένα τόσο ωραίο τραγούδι αν δεν είχε εμφανιστεί εκείνη η ιστορία να μου θυμίσει πως είχα ξεχάσει την αιωνιότητα. Και, τελικά, όλα ήταν ένα ψέμα αφού ύστερα ανακάλυψα πως όλα τα είχε σκαρώσει ένα μικρό, τρελό γυφτάκι που κάτι αιώνες τώρα προσπαθούσε να μπήξει ένα καρφί στο χιόνι.

Ύστερα θα φανταστώ την ιστορία που δεν είμαι, προς το παρόν προσπαθώ να κλάψω για να λιώσει το χιόνι για να βρω το καρφί για να το δωρίσω στο γύφτο με τα πολλά μάτια.

Μετά θα μπορώ να βάλω τα πόδια στη θέση τους
και να γυρίσω στο τέλος μου.



Μαρία Ροδοπούλου

23 Δεκ 2016

Εποχικά νεκρόφωτα




Αυτά τα εποχικά λαμπιόνια
που σπαθίζουν βίαια την νύχτα
θυμίζουν κακής ποιότητας make up
σε πρόσωπο νεκρού
Κάτω από τις αφέλειες του μασκαρέματος
χαμογελαστό ψυχορραγεί
το
photoshop της ευδαιμονίας
Με προσβάλλει
η μεταμφίεση των ημερών
σ’ ερασιτέχνη γελωτοποιό
ίσα-ίσα για να διασκεδάζει
η αιώνια προσαραγμένη
στα πόδια ψειριασμένου έλατου
κιβωτός διαταραγμένων πιστών

αφήνομαι ακυβέρνητη σανίδα
στα ελώδη μάτια ενάρετης υποκρισίας

Αυτά τα εποχικά νεκρόφωτα
που βιάζουν το βελούδινο της νύχτας
μοιάζουν με αιμοδιψή τρωκτικά του φωτός
ξεφτιλίζουν το σκοτάδι μου...

Και γίνομαι σκληρή
άτεγκτη
ένα θαυματουργό φέρετρο

όπως ο προσωρινός θεός τους


Μαρία Ροδοπούλου

18 Δεκ 2016

Το ψωμί των νεκρών



Τα βράδια
καθαρίζει το σιτάρι
το πλένει με προσοχή
το πασπαλίζει κανέλα ζάχαρη
στο τέλος τα καρύδια
Όταν χαράξει βγαίνει έξω
στα κρυφά
και το πετάει όλο στο χορτάρι
Ποτέ δεν λέει το χώμα όχι


Έχω πολλές φορές
μείνει ανυπεράσπιστη
μπροστά σε μπαλωμένα χαμόγελα
σε μάτια που θυμίζουν έντονα
κλεπταποδόχους
Μικροπωλητές
μπαγιάτικου αντίδωρου

Ιστορίες
που λένε με δάκρυα στο στόμα
και με βλέφαρα στεγνά

Βλέπω
την παραμορφωμένη αντανάκλαση
φωταγωγημένης ανάσας
παρωδία έναστρου ουρανού
φάρσα τεχνητού φωτός
φοράει την λάμψη
όπως ο γέρος φοράει με καμάρι
την ολοκαίνουρια κατάλευκη μασέλα
Όλη μέρα
μπουσουλάει στο γέρικο στόμα
προσποιείται πως είναι ζωντανή

Κάθονται γύρω από το στρογγυλό τραπέζι
όπως οι πεθαμένοι σταυροφόροι του τίποτα
μοιράζονται μασουλώντας ανόρεχτα
τις σημαίες
τα τρόπαια
τα κειμήλια
τη σάρκα
τις ροζιασμένες παλάμες γύφτικου άρτου

Αλλά υπάρχουν
γυναίκες που ζουν
μοναχικά
απομονωμένα
σε σκοτεινά ενυδρεία
μαζεύουν λέξη-λέξη
όλα τα χρεωμένα παραμύθια
της ανθρωπότητας

Αφομοιώνομαι
στα ζεστά
νοτισμένα
ανεξόφλητα
μάτια
Βυθίζομαι σε ένα υγρό διδασκαλείο
Επιστροφή μασέλας στον αποστολέα

Αρνούμαι να φάω
τον άρτο των νεκρών



Μαρία Ροδοπούλου

11 Δεκ 2016

Ημικύκλιοι κανιβαλισμοί



Ανεπίδεκτη μαθήσεως
στους
ημικύκλιους κανιβαλισμούς
Σκαλοπάτια οδυνηρά γεμάτα
στρέφονται εναντίον μου
πλήρως οπλισμένα
Συνεργός στο έγκλημα
οι καμένες ψευδαισθήσεις
και τα στυγνά τύμπανα
αναπόφευκτου Δεκέμβρη
   
 και να σκεφτεί κανείς
 πως όλη νύχτα ξεφλούδιζα
 προσεχτικά  τα όνειρα
και τάιζα τη πεινασμένη λύπη σου
αλλά εσύ επέμενες

Μπάζει μίσος
όλοι γεννηθήκαμε από νεκρούς
στις γωνίες συσσωρεύονται οι χαρτορίχτρες
έχουν ανάψει τις χύτρες
τους τρέχουν τα σάλια
οι άνθρωποι αφομοιώνουν  τις κρεμάλες
στην ηλεκτρική καρέκλα ο ουρανός
σιγοψήνεται
τα σκυλιά έχουν ακονίσει τα μαχαίρια
 γλείφονται ανυπόμονα
 κι εσύ ακόμα ξεσκονίζεις
θαλασσοδαρμένη αιωνιότητα

Θα κλειδώσω τη ζωή στους καρπούς
των ωκεανών σου
Εκεί θα με βρουν
κειμήλιο πρώην αιωνιότητας
κρυμμένη σε μικρά κατάλευκα οστά

Τόσο θνητή
τόσο ελάχιστη
Τόσο πρόσκαιρη
Όταν βρέχει οι πρώτοι
που ποτίζονται είναι οι νεκροί

Έρημος γυναίκα
αναζητά απελπισμένα
το πηγάδι που κατασχέθηκε από τον Θάνατο
Στο πλάι της μια λεοπάρδαλη
με χωμένο το κεφάλι
στην υγρασία των πεθαμένων

Τριγυρνούν ασταμάτητα
υφαίνοντας η μία τα μάτια της άλλης
Η έρημος γυναίκα κι η κλέφτρα λεοπάρδαλη


Ναι
η απόγνωση είναι ένας τρόπος
για να υπάρχεις
άλλη επιλογή ο ημικύκλιος κανιβαλισμός







Μαρία Ροδοπούλου

27 Νοε 2016

Πικρό τριαντάφυλλο




Κάποιες φορές
όταν το βλέμμα στρέφει αλλού
η ερωμένη του πλέκει
ματωμένες γιρλάντες 
για όλες τις ώρες που θα περάσουν
στην αιωνιότητα

χώρια

αλλά εκείνος γελάει
σφίγγει στα δάχτυλα
τα ζουμερά στήθια
και θηλάζει τον έρωτα
από δω ως την αιωνιότητα
μαζί

Αλλά υπάρχει αυτός ο γέρος
με τις ρωγμές στα μάτια
που συνέχεια παραγγέλνει
πικρό καφέ με λουκούμι τριαντάφυλλο
κάθε Κυριακή
μετά το τέλος της λειτουργίας
με σφιχτό κόμπο στη γραβάτα
αραιωμένα μαλλιά
αραιωμένη ζωή
ερειπωμένη πόλη
τσίγκινα τραπεζάκια
τσιγκούνικες μέρες
και κάποιος παίζει τρομπέτα
σε ένα ξυλουργείο
μυρίζει ερημιά
υγρασία
καταχνιά
στα μάτια
οι καμπάνες προσθέτουν
μια φρικιαστική γοητεία
στη κιτρινισμένη γλώσσα
που ξετρυπώνει
μικρό
κουρασμένο
άκακο
φιδάκι
από τη σπηλιά που κρύβει τους νεκρούς

και γλύφει
ηδονικά
τη ζάχαρη που του αναλογεί

στ'απέναντι πεζοδρόμιο
κάποιος περαστικός
φτύνει οργισμένος αλλά άστοχος
και ένα ταξί περιμένει
υπομονετικά κάτω
από τις διαφημιστικές αφίσες

για τη νέα οδοντόκρεμα
που αφαιρεί τους λεκέδες






Μαρία Ροδοπούλου

1 Νοε 2016

Η λεύκα της φαντασίας



Τώρα πια μας νανουρίζουν
οι κυκλώνες...


Μια λεύκα
με λυγερό κορμί
σκυμμένο
πάνω από πέτρα
ίσα-ίσα να την φυλάει
από τον βοριά
και τις καταιγίδες

Την ίδια πέτρα
που στο ρωμαλέο
κορμί της

φιλοξενεί ένα μικρό μωβ ανθάκι

τόσο ευάλωτο

τόσο ντελικάτο

ίσα – ίσα που φωλιάζει

περιμένοντας το έαρ
το «γλυκύτατο έαρ»
που με την σειρά του
κρύβεται στη πυκνή φυλλωσιά της αναμονής
ζεστή
τρυφερή προσμονή
λίγο πιο δίπλα ένα ακόμα δέντρο
νεκρό
~ νομίζουν ~
μέσα του αμέτρητα μαύρα ρόδα
και μια μοναδική λευκή πεταλούδα
~ τι προνόμιο κι αυτό !
στην μικροσκοπική της πλάτη
φορτίο βαρύ
δύο νότες στοιβαγμένες
σε μιας ζωής ανάσα
Και το ψιλόβροχο…
πού το πας αυτό;
όλη μέρα προσπαθούσε να θρηνήσει
και σαν έπιασε να βασιλεύει
ξεκαρδίστηκε στα γέλια
Ένα θεριό περπατά λυπημένο
χωρίς ν’αγγίζει το χορτάρι
Το λυπάται η γη
το λυπάται ο ουρανός
εκείνο βρυχάται
μεμιάς μια θάλασσα αστέρια
στα πόδια του τσαλαβουτά
Ένα καφέ καραβάκι
περνά από τα «συμπληγάδικα» ποδάρια του
δεν έχει διόδια
μόνο γι’αυτόν τον αιώνα δωρεάν η είσοδος
κάπου στα βαθιά
καραδοκούν τ’αρπακτικά
Τι συναρπαστικό
κάπου γύρω σου ένας κίνδυνος να υπάρχει
μικρή καφέ βαρκούλα
χωρίς αρπακτικά
πώς θα γράφαμε την ιστορία σου;
Συνέχισε ακόμα λίγο
ένα βασίλειο θαυμάτων
λιμάνι απρόσμενο


Ένα παιδί
~ διότι χωρίς αυτό αλίμονο μας
διευθύνει την συμφωνική ορχήστρα
ερημιάς
Η λεύκα τεντώνεται
η πέτρα υψώνει ανάστημα
το μωβ ανθάκι ριζώνει
η προσμονή χάνει τα αναβλητικά της σύμφωνα
και το δέντρο…
~ το νεκρό
σηκώνει κεφάλι
ο ίσκιος του ρίχνει τα μαύρα ρόδα στη χώμα
Εκείνα καρπίζουν
κι ο μίσχος τους λευκός
μια μαύρη πεταλούδα γεννάει
Τα παιδί κατεβάζει τα χέρια
δηλώνοντας το τέλος της σιωπής
Στο πλευρό του δυο νότες
σκαρφαλώνουν στους ώμους του
και ρίχνουν δίχτυα στον ουρανό
Μια σκιά στο πρόσωπό του
κι οι ώμοι του δακρύζουν

Η επόμενη ψαριά θα έχει
άλλη μια ανταριασμένη ερημιά

Στο διπλανό δωμάτιο
ένα αυτοκτονικό ντουβάρι
πετάει κάτω τις κορνίζες
σκύβει το ταβάνι και τις χάφτει
μαζί με το ντουβάρι
ενώ ένα γειτονικό κορίτσι
περνάει κάτω από τις διαχωριστικές
της λεωφόρου

και ω! το φόρεμα της ριγέ μετά!



Υ.Γ

Η φαντασία δεν έχει όρια,
δεν έχει περιορισμούς,
δεν έχει φως,
δεν έχει σκοτάδι
δεν έχει θρησκείες,
δεν έχει λαγνείες,
δεν έχει δουλοπρέπεια
δεν έχει υποταγή
δεν έχει δεισιδαιμονίες
δεν έχει χρώμα
δεν έχει φυλή
δεν έχει κανόνες,
δεν έχει νόμους,
δεν έχει στρατούς,
δεν έχει όπλα,
δεν έχει χωροφύλακες,
δεν έχει ψεύτες,
δεν έχει ιδεοληψίες,


Δεν έχει…

Είναι Άναρχη όπως η ψυχή

Ευτυχώς… είναι η μόνη που μας έχει απομείνει



Μαρία Ροδοπούλου

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive