ή πως αλλιώς να καταπίνουμε τις βιταμίνες
Καθώς κατέβαινε κι όλο κατέβαινε
– πάντα ήθελε ο κομπέρ να την ρωτήσει τι ακριβώς κατηφόριζαν οι γάμπες και τα γόνατα κατάφερναν στην κορφή να στέκονται αλλά αυτή η ερώτηση είναι από μόνη της μια ιστορία και δεν θα μιλήσω άλλο για τον υποβολέα κομπάρσο που ήθελε σώνει και καλά να γίνει πρωταγωνιστής ενώ άλλαζε μορφές μέχρι και κάτι αιώνες πριν. Το θράσος αυτών που στέκονται κάτω από το κεφαλόσκαλο κρυμμένοι στις πατούσες μου είναι απίστευτα γοητευτικό, σκεφτόταν εκείνη την ώρα μεσημεριανού οργασμού στα σεντόνια του πνιγμένου ερωμένου της. Κι ας την ενοχλούσε ο λαιμός της από την απίστευτη κατάποση θανάτου της υπόλοιπης μέρας. Τίποτα δεν την ένοιαζε όσο έπινε την αψιά σάρκα του. Λάτρευε τα μουσκεμένα αστέρια της αγάπης του. Εκείνος έπαιζε στο στεγνό κορμί της έναν μαγεμένο αυλό και αυτή του μάθαινε όλες τις ballet position. Στο τέλος έγινε o ίδιος χορευτής, χαρίσανε τον αυλό στον εργάτη που είχε λιποτακτήσει στον πρώτο ελεύθερο στύλο της γειτονιάς και η ίδια απλά τραγουδούσε «my Cameroon boy, alor on danse» με τις πουέντες της κρεμασμένες στον παλιό βλοσυρό καλόγηρο που βλέποντας τις ανείπωτες ερωτικές τους ναυμαχίες ακόμα πιο ξύλινος γινόταν.
έφερνε στον νου της την γιαγιά που ίσως είχε δει αλλά μπορεί και ποτέ να μην αντίκρυσε, πάνω σ’ ένα ξεχασμένο αναπηρικό σύρμα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και στο ξεδοντιασμένο στόμα της έφερνε ένα καστανόξανθο κορίτσι με πράσινες κάλτσες ροζ μπλουζάκι και μπλε μεταξωτό σόρτς. Το αριστερό της πόδι ήταν ντυμένο με ένα κόκκινο σπορτέξ και κατάλευκα λυμένα κορδόνια , το δεξί της στόλιζε ένα γοβάκι με πούλιες και στρας. Όσο έδενε η γιαγιά τα κορδόνια, τοσο το άτακτο ουράνιο κορίτσι τα έλυνε γελώντας. Ένας φτερωτός άνδρας δίπλα της – Όχι δεν ήταν άγγελος. Ένα έξυπνος κλέφτης αιθέρων ήταν- έβγαζε τις πούλιες από το γοβάκι και κολλούσε πάνω του πορτοκαλί αυγερινούς. Το μαύρο θηλυκό τέρμα μονολογούσε δακρυσμένο «I kissed that rainbow girl … Kάπως πρέπει να διανύσω και εγώ το τελευταίο νουάρ βατερλώ μου. Η Ζοζεφίν πέθανε αλλά σε μια άλλη αλήθεια είμαι ακόμα η διάσημη ερωμένη της».
Ήταν κουραστική η διαδρομή και η κατά τύχη θεατής που στεκόταν στην μέση ακριβώς της υπόγειας άσπρης πέτρας ξέξασπρης και από τον ήλιο ξεξασπρότερη έκανε το κεφάλι της γύρω γύρω όχι γιατί ήταν δαιμονισμένη αλλά για να ξεπιαστεί το σκοτάδι της από το εκτυφλωτικό χρώμα της χορευτικής φιγούρας που κατέβαινε προς το μέρος της αναδυόμενη από το τελευταίο ντίσκο πάρτυ κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Αυτή δεν τα πρόλαβε ιδιαίτερα γιατί τότε εβγαζε φακίδες από τα ηλιοκαμένα φιλιά μιας προ-μέταλ εφηβείας. Πολύ αργότερα της είπαν ότι επιτηδευμένα ατημέλητο look και νεανικοί λεκέδες δεν πάνε μαζί. Ετσι αποφάσισε να πετάξει το look και να αρκεστεί στους λεκέδες μιας και η νεότητα ήταν κάρβουνο σβησμένο. Και θα είχε αρκεστεί να κοιτάει τον κέρσορα στην οθόνη να αναβοσβήνει ατελείωτη κάθοδος χωρίς κανένα ρυθμό μέχρι που ο φτερωτός άνδρας πέρασε έξω από το παράθυρο της. Κοντοστάθηκε αν και βιαζόταν να συναντήσει την Ζοζεφίν του, και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Νομίζω πως πρέπει να αφήσεις κατά μέρος τις προβλέψεις, να σκοτώσεις τον κέρσορα και να αρχίσεις να μαθαίνεις ταγκό ή έστω να ξεκινήσεις τέννις αντί να παίζεις σκουός με την οθόνη. Ή να γράψεις μια ιστορία για το σπασμένο σύμφωνο του νερού που έπνιξε τις αρτηρίες σου στην διαμαρτυρία » της είπε και έφυγε γκαζώνοντας τα φτερά του γιατί η ερωμένη του είναι όνειρο στιγμιαίας καταιγίδας και όχι μιας θερινής νυκτός που διαρκεί 3 άθλιους στερημένους βροχής μυρωδιά μήνες.
Αλλά εκείνη αποφάσισε απλώς να αλλάξει φανελάκι. Πήγε με κόπο μέχρι την ντουλάπα της – όλα κατηφορικά έχουν γίνει έλεγε οργισμένη – βρήκε ένα λευκό κατάλευκο φανελάκι και στάθηκε στην μέση της άσπρης ξέξασπρης γλωσσοδέτριας πέτρας.
Ίσαμε που πρόλαβε να δει την πρώτη προβολή γιατί στο διάλλειμα πρόσεξε την μικρή τρυπούλα στην μασχάλη της.
«Να ο ένοχος σκώρος» φώναξε δυνατά. Από τότε ράβει το επίμονο έντομο στα δάκτυλά της, δίνει ασπιρίνες με βιταμίνη C στα όνειρα που πάσχουν από ισχυρές ημικρανίες και τρώει μόνη της πασατέμπο στα θαλασσοδαρμένα παγκάκια των ιστοριών της.
Μετά αφηγείται στις γεμάτες ναφθαλίνη τρύπες, μύθους για όλα εκείνα που την έκαναν υπόγειο θεατή των κεκλεισμένων εντός μιας κόκκινης γκαρνταρόμπας, χορευτών. Ποτέ όμως δεν κλαίει μα ούτε καν δακρύζει που δεν έγινε η γυναίκα αράχνη όπως οι γύρω της ορίζαν.Τα μελλούμενα για να συμβούν πρέπει να τα προκαλέσεις ...
Υ.Γ.
"Δεν γουστάρω να σωθώ" Β.Π.
Μαρία Ροδοπούλου