Οδύνη
ξεκίνησα στων βογγητών τους δρόμους
θαρρώντας
κρεμασμένους
φτερά στο στόμα να φυτρώνουν,
να κατεβαίνουν ουρανό
στο χώμα μάρμαρα να ριζώνουν,
άγγελους για μια σταγόνα πτήση
τα δέντρα να ικετεύουν,
Ω Κύριε που είσαι, λίγο έλεος
να στάξεις στους τσακισμένους ώμους;
Όνειδος
κατέληξα στων άθλιων τις πολιτείες
Θαρρώντας
Πόρνες άφυλες ,
στα λευκά ενδεδυμένες,
να με φονεύουν σε Οίκους αποΣτειρωμένους ,
- ω τι ηδονή να σκοτώνεις χωρίς τα χέρια να λερώνεις-
σε πτυελοδοχεία λέξεων να με ξορκίζουν ,
κάθε που η Βούληση τολμούσε ν’αναστηθεί
Δικαίους Φαρισαίους
σε ένα ανθισμένο albero di Giuda
ν’απαγχονίζουν , εμένα, την Βαβυλώνεια Θεά
και με τη ξεριζωμένη γλώσσα μου
καινά Δαιμόνια να προσηλυτίζουν
και εγω Κύριε,προσπάθησα
μα όσες φορές και αν τις παλάμες κάρφωσα
πάνω σε αυτοδίδακτους στεναγμούς
ποτέ δεν τεντώθηκα σωστά σε κάλπικους σταυρούς
και ήταν αυτοί που στα πόδια
ενός αργοπεθαίνοντος Ήμαρτον
κίνησαν να βρούν την απάντηση
με ένα χάρτινο «κύριε ελέησον» στα χείλη
Αλίμονο, έφτασαν αργά στην προσευχή
Είχε καιρό τελειώσει της εξιλέωσης η δημοπρασία
Και ήταν κλειστές οι Θύρες
προς τη Λύτρωση
ή εστω προς σε μια συγκεκριμένη Αμαρτία
Μαρία Ρ.