Η δειλία κρατάει τα δάχτυλα
μακριά
σαν γεμισμένα περίστροφα
ιδιοκτησία νεκρών επιδιώξεων
ούτε η θλίψη δεν λύνει πια
τους κόμπους της σιωπής
μια αεικίνητη και χωρίς προορισμό
αμαξοστοιχία η εποχή
μόνο εσύ παραμένεις
μεγαλείο περασμένο
και όχι κανείς δεν κλαίει
καθώς σε διηγείται
Σέρνεις αγάλματα
στην κώμη
- βαριά η κληρονομιά
και μια βαλίτσα στάχτες
κανείς δεν τις διεκδικεί
μοναδικός αντίπαλος ο καθρέφτης
και ανεξίτηλες της παλάμης διαδρομές
Μια στάλα της ρώγας αίμα
καταδιώκει τις αράχνες
που ξέχασες πάνω στις χορδές
εκείνης της αυγής
περιστρέφομαι
μπαλαρίνα χωρίς πόδια
στις υποσχέσεις των χεριών σου
αποστρέφω βλέμμα
και χαϊδεύω πρόσωπο
με τα ιστία ναυαγισμένων ουρανών
μια τίγρης
μια μαυροφορεμένη γυναίκα
κι ο εξόριστος Ποσειδώνας
λεηλατούν την άχρωμη στεριά μου
κι όμως αυτές οι μικρές κραυγές
σου
στα μάτια μου
ακόμα κατοικούν
Μαρία Ροδοπούλου
σαν γεμισμένα περίστροφα
ιδιοκτησία νεκρών επιδιώξεων
ούτε η θλίψη δεν λύνει πια
τους κόμπους της σιωπής
μια αεικίνητη και χωρίς προορισμό
αμαξοστοιχία η εποχή
μόνο εσύ παραμένεις
μεγαλείο περασμένο
και όχι κανείς δεν κλαίει
καθώς σε διηγείται
Σέρνεις αγάλματα
στην κώμη
- βαριά η κληρονομιά
και μια βαλίτσα στάχτες
κανείς δεν τις διεκδικεί
μοναδικός αντίπαλος ο καθρέφτης
και ανεξίτηλες της παλάμης διαδρομές
Μια στάλα της ρώγας αίμα
καταδιώκει τις αράχνες
που ξέχασες πάνω στις χορδές
εκείνης της αυγής
περιστρέφομαι
μπαλαρίνα χωρίς πόδια
στις υποσχέσεις των χεριών σου
αποστρέφω βλέμμα
και χαϊδεύω πρόσωπο
με τα ιστία ναυαγισμένων ουρανών
μια τίγρης
μια μαυροφορεμένη γυναίκα
κι ο εξόριστος Ποσειδώνας
λεηλατούν την άχρωμη στεριά μου
κι όμως αυτές οι μικρές κραυγές
σου
στα μάτια μου
ακόμα κατοικούν
Μαρία Ροδοπούλου