24 Δεκ 2019

Μάγισσα


Μεσίστια αυλαία



Φρικτός υποβολέας

Το μεγαλύτερο ατού
της
τα μικρά εγκλήματα
χωρίς αποχαιρετισμούς
πάνω στα ασβεστωμένα χέρια







Ω Μάταιη λύπη
τους ζωντανούς ξεχνάς
και το αίμα που κυλάει απ’ το χώμα
μονομιάς στις φλέβες της παγώνει

κι εσύ
ο θεατής
ανασηκώνεις φρύδια
στις πέτρινες μπαλάντες
                                                         ο ήχος τους φιμώνει στόμα
κι η μάγισσα
καταπίνει  βιαστικά το ξένο μήλο
κωπηλατεί αργά
                                                      το μάρμαρο την περιμένει
σφηνωμένη
                           στην μήτρα της μητέρας
τι όμορφες οι στάχτες που την ραίνουν
                                                       ξεφορτώνεται  την Ραπουνζέλ
        στην πέρα όχθη ο κενός άντρας
απόψε μαζί θα ξαπλώσουν
                       παρακολουθώντας τους σολομούς
         ανάποδα τον χείμαρρο ν’ ανεβαίνουν
καταβροχθίζοντας ο ένας τον άλλον με λατρεία

καταραμένη μάγισσα
              με ένα σπασμένο στα μάτια κοπίδι
ούτε ένα θεό δεν σκότωσες
                     έτσι για τα μάτια των νεκρών…


Μαρία Ροδοπούλου

Με όλη μου την αγάπη
ξεφορτωθείτε ό,τι δεν ζει ό,τι είναι ψέμα ό,τι σας πληγώνει


Καλές Γιορτές

15 Δεκ 2019

Eugene




Πώς θα δικαιολογηθώ;

Oι μικρές άκακες σκιές

που φτερούγιζαν στον ποδόγυρο της ασημένιας δυστυχίας μου


η νόθα μητέρα του μαέστρο
the one that everyone called Alice the wonder
αλλά εγώ
μικρή διαστροφή των δακτύλων

την αποκαλούσα
Ευγενία

Ευγενία άφησέ με να γίνω η ερωμένη σου
Ευγενία άνοιξε την πόρτα
Ευγενία Ευγενία
Ξημέρωσε και γέμισα σκιές
σήκωσε το σεντόνι
άσε με να κρυφτώ στην απληστία των ονείρων σου
Βράδιασε Ευγενία και οι νεκροί έχουν φαγούρα
σσσς....λένε πως ασώματα πόδια φυτρώνουν



Πώς θα δικαιολογηθώ;

Oι μικρές ανώνυμες παρομοιώσεις

που ανέμελα έπαιζαν στα νύχια των ποδιών μου

- τι είναι χίλιοι άγγελοι που χορεύουν στο κεφάλι μιας καρφίτσας;-


προχώρησαν σε ψευδή ληξιαρχική πράξη γέννησης

και τώρα πια λέγονται Dolmancé



Το φαγοπότι, μαέστρο, από τους αστράγαλους ξεκίνησε
και συνεχίζεται ξέφρενο μέχρι να φτάσει
τα εκτροχιασμένα μάτια μου




Μαρία Ροδοπούλου

22 Νοε 2019

Νεκρές επιδιώξεις

Η δειλία κρατάει τα δάχτυλα μακριά
σαν γεμισμένα περίστροφα
ιδιοκτησία νεκρών επιδιώξεων
ούτε η θλίψη δεν λύνει πια
τους κόμπους της σιωπής
μια αεικίνητη και χωρίς προορισμό
αμαξοστοιχία η εποχή
μόνο εσύ παραμένεις
μεγαλείο περασμένο
και όχι κανείς δεν κλαίει
καθώς σε διηγείται
Σέρνεις αγάλματα
στην κώμη
- βαριά η κληρονομιά
και μια βαλίτσα στάχτες
κανείς δεν τις διεκδικεί
μοναδικός αντίπαλος ο καθρέφτης
και ανεξίτηλες της παλάμης διαδρομές
Μια στάλα της ρώγας αίμα
καταδιώκει τις αράχνες
                 που ξέχασες πάνω στις χορδές
                            εκείνης της αυγής

περιστρέφομαι
    μπαλαρίνα χωρίς πόδια
στις υποσχέσεις  των χεριών σου

αποστρέφω βλέμμα
και χαϊδεύω πρόσωπο
          με τα ιστία ναυαγισμένων ουρανών

μια τίγρης
μια μαυροφορεμένη γυναίκα
κι ο εξόριστος Ποσειδώνας
           λεηλατούν την άχρωμη στεριά μου

κι όμως αυτές οι μικρές κραυγές
                    σου
στα μάτια μου
           ακόμα κατοικούν



Μαρία Ροδοπούλου

11 Νοε 2019

Because I could not stop for death - Επειδή για τον θάνατο δεν... - Έμιλι Ντίκινσον


Επειδή για τον θάνατο
να σταματήσω δεν μπορούσα
ευγενικά εκείνος σταμάτησε για μένα

Στην Άμαξά του μόνο εμείς
κι η αθανασία

και πηγαίναμε αργά
επειδή εκείνος βιασύνη δεν γνωρίζει

έπρεπε όλη την δουλειά
και την άνεσή μου επίσης
στην άκρια να βάλω

από τους καλούς του τρόπους
υποχρεωμένη

περάσαμε από το σχολειό
όπου τα παιδιά κατά το διάλλειμα
πάσχιζαν όντας σε ένα κύκλο

~ το μέλλον να ορίσουν ~

Περάσαμε και από τα χωράφια
με τα φευγαλέα σιτηρά
τον ήλιο που έδυε περάσαμε

ή μάλλον εκείνος μας προσπέρασε
Μια ομίχλη ψυχρή μας περικύκλωσε
κι ένιωσα να τρεμουλιάζω
μόνο ένα αραχνοΰφαντο νυχτικό
φορούσα
κι η εσάρπα μου από τούλι

Σταματήσαμε εμπρός από ένα Σπίτι
που έμοιαζε λες και το έδαφος είχε πρηστεί
Η οροφή του μετά βίας ήταν ορατή

στο χώμα θαρρείς τα γύψινά του


αιώνες έχουν πια περάσει
κι όμως
σαν να μην έφυγε μια μέρα
από τότε που υπέθεσα
ότι τ’ άλογα του Άδη

την Αιωνιότητα ως τέρμα τους είχαν χαράξει….


απόδοση
Μαρία Ροδοπούλου

Because I could not stop for Death –
He kindly stopped for me – 
The Carriage held but just Ourselves – 
And Immortality.
We slowly drove – He knew no haste
And I had put away
My labor and my leisure too,
For His Civility – 
We passed the School, where Children strove
At Recess – in the Ring – 
We passed the Fields of Gazing Grain – 
We passed the Setting Sun – 
Or rather – He passed us –
The Dews drew quivering and chill –
For only Gossamer, my Gown –
My Tippet – only Tulle – 
We paused before a House that seemed
A Swelling of the Ground –
The Roof was scarcely visible –
The Cornice – in the Ground – 
Since then – 'tis Centuries – and yet
Feels shorter than the Day
I first surmised the Horses' Heads
Were toward Eternity – 

24 Οκτ 2019

Ιστορία δίχως πέπλο


Αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα σε μένα και στα παραμύθια που προσεύχονται

Αγαπημένη αδερφή Ειρήνη

Πάει καιρός που έχω να σου γράψω και γνωρίζω πόσο ανησυχείς για μένα. Τελευταία όλο και πιο συχνά βλέπω τα κυρτωμένα σου δάχτυλα στα όνειρά μου και ακούω από μακριά την φωνή σου. Ο ουρανός μοιάζει να έχει σκιστεί στα δύο και το αλύχτημα της νύχτας κάθε βράδυ έξω από το παράθυρο με επιβεβαιώνει. Προσπαθώντας να βρω την πρώτη ερώτηση, την πρώτη απορία από την οποία γεννήθηκαν όλες οι κόρες της αμφισβήτησης, χάθηκα. Και στέκομαι τώρα εδώ σε μία από τις πολλές άκρες της στεριάς και ,αλίμονο, η προοπτική δεν αλλάζει θέμα. Ίσως να φταίει εκείνο το μικρό αγόρι που αντάμωσα σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ινδία. Μικροκαμωμένο, ξυπόλητο και με μάτια που έσταζαν σκούρο μέλι με σταμάτησε ξαφνικά στους πολυσύχναστους δρόμους της Καλκούτα, μια ακόμα πόλη με αντιθέσεις ανάμεσα στους ζωντανούς της και τρομακτικές ομοιότητες όταν αναπαύεσαι στην σκιά της. Ο μικρός Μόγλης χωρίς να πει κουβέντα με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό χωμάτινο σπίτι σε μία από τις φτωχικές συνοικίες της πόλης. Το σπίτι ήταν υγρό και μισοσκότεινο. Μόνο από ένα στενό παράθυρο έπεφτε λίγο φως σκορπώντας τις σκιές που έμοιαζαν συγκεντρωμένες σε μία συγκεκριμένη γωνία του δωματίου. Στο κρεβάτι που ακουμπούσε στον γδαρμένο τοίχο ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα, λίγο μεγαλύτερή μου. Τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν αφρόντιστα στο πλάι και τα κεχριμπαρένια μάτια της γυάλιζαν από τον πυρετό. Ακούμπησα την φωτογραφική μηχανή στο πάτωμα και την πλησίασα υπνωτισμένη. Το αγόρι άρχισε να μου μιλάει γρήγορα στην γλώσσα του δείχνοντας την άρρωστη γυναίκα με το δάχτυλο. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε αλλά ήξερα τι ήθελε. Γονάτισα στο πλάι και έπιασα το λιπόσαρκο χέρι της. Εκείνη παραληρούσε από τον πυρετό αλλά μόλις ένιωσε την προσευχή μου αναστέναξε βαθιά και μου έδειξε το αγαπημένο της μέρος. Σε λίγη ώρα όλα είχαν τελειώσει. Ανασηκώθηκα από τον θάνατο και χάιδεψα τα μαλλιά του μικρού που έκλαιγε πάνω από το άψυχο σώμα της μητέρας του. Τίποτα δεν αλλάζει και σε όποιο σημείο της γης και να τρέξεις δεν μπορείς να κρυφτείς από το πεπρωμένο σου. Είχα περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν ο μικρός με φώναξε. Τον περίμενα να φτάσει κοντά μου. Μου έτεινε ένα μαραμένο λουλούδι λέγοντας μου ευχαριστώ σε σπασμένα αγγλικά. Και πετάχτηκε σαν αστραπή να περάσει τον δρόμο χωρίς να δει το φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη μεριά. Πέθανε ακαριαία.

Συγχώρεσε με που πέρασε καιρός πριν απαντήσω στο γράμμα σου. Δυσκολεύομαι ακόμα να δεχτώ την πραγματικότητα, την αλήθεια που μου φανερώθηκε εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι. Είτε ζεις με κατεβασμένο το πέπλο είτε ανασηκωμένο το έχεις για μια   ψευδαίσθηση της ελευθερίας, ένα είναι το αποτέλεσμα.

Ο Θάνατος που δεν γνωρίζει ούτε πλευρές μηδέ προσευχές.


Μαρία Ροδοπούλου

2 Οκτ 2019

Η διπλανή γυναίκα


Ίσως φταίει ότι σε βάφτισαν με μαύρο δανεικό φουστάνι
κι αργότερα τις νύχτες
εκείνες που τα αστέρια χαμήλωναν  ίσαμε τους μηρούς σου
ίσαμε να ξύσουν λίγο το λευκό σου όνειρο
δεν σ’ έμαθαν να κλαις
Μετά γύρω από το σώμα σου
μαζεύτηκαν όλες οι αλεπούδες
 ανεμίζοντας την κόκκινη γούνα τους
στην γρατζουνισμένη ψυχή σου

Εσύ πάλι δεν έμαθες να κλαις
 
Μόνο φορούσες τα βλέφαρα της διπλανής γυναίκας
φιλούσες στο στόμα τα παιδιά σου
υπέγραφες με χάρη τις κόκκινες γλώσσες
 και ανεβοκατέβαινες τον ουρανό
με μια ροζ κλωστή τυλιγμένη στα μάτια 
Η παραλίγο καμένη  πυξίδα
σε κρατούσε ανάμεσα στην ανάμνηση και την προσδοκία
 ανάμεσα στην βροχή και στην ξηρασία

Ίσως φταίει ότι γεννήθηκες με προσωπίδα
κι ύστερα σαν μεγάλωνες ξένη μα ωραία
αποδήμησε μέσα σου η πόλη των νεκρών
ίσαμε τα στήθια σου
ίσαμε να σφίξουν στα φιδίσια οστά τους
την θάλασσα καρδιά σου 
δεν σε έμαθαν να κλαις
αλλά τις μέρες έμαθες πώς να μυρίζεις  δυόσμο

Τα βράδια έκλεβες το γιασεμί της διπλανής γυναίκας
και χόρευες στα αρμυρά χαμομήλια της σελήνης
με την ροζ κλωστή στα μάτια 
Δεν σ’ έμαθαν να κλαις

Φύτρωνες όμως κάτι ψηλά κυπαρίσσια
όταν όλοι κοιτούσαν την διπλανή γυναίκα


Μαρία Ροδοπούλου

27 Σεπ 2019

Γκρίζο


Αφιερωμένο σ’ εκείνες
και στα παραμύθια
που έχουν το θράσος να ζουν

Πόσοι λίγοι έχουμε απομείνει
κρυμμένοι κάτω από το φως νεκρής γαίας
και δεν μπορώ να μην σκέφτομαι
ότι ξεμείναμε από χρόνο
αλλά ποιος θέλει να ζει για πάντα
σκέφτεται εκείνη που σκουπίζει
το στόμα από την άνοστη γεύση των ωρών
κρέμομαι από τις νυχτερινές νότες
και τον ρόγχο ετοιμοθάνατης  θέλησης
πικρό σάλιο πικρό φιλί
κι όλα αυτά γιατί;
Εσύ που κατοικείς σε παρόμοιες γωνιές
καταλαβαίνεις
Μαζί περπατήσαμε τις αχανείς ερήμους
της γκρίζας κάμαρης
με άδειες από πρόσωπα κορνίζες
αλλά γεμάτες λύπη κι υγρασία
Κάποτε μας σκότωναν με σφαίρες
τώρα αρκεί η αφλογιστία
των αποστάσεων
ξεκουμπώνει την ψυχή της
όλα διαβασμένα
κι όλα άγνωστα
είμαι ο θρήνος που γεννιέται
κάθε που ο ορίζοντας πεθαίνει
Τόσες φορές βασίλευσαν τα μάτια
ήρθε η ώρα να βραδιάσουν…
Εκείνοι κι η Σταχτοπούτα
εμείς κι η Χιονάτη
ναι
έρχεται η στιγμή
               που το γκρίζο τους με το λευκό μας απαντιέται
αλλά μόνο εμείς
                      Αιμορραγούμε




Μαρία Ροδοπούλου

23 Σεπ 2019

Ασθενικά



Φυλλομετρώ τα όνειρα
                        που σε διηγούνται
και μετρώ τ’ αδέξια αποτυπώματα
                 στα λιωμένα κεριά
πάνε χρόνια που κυνηγούσα
        εκείνα τα’ άλυτα αινίγματά σου
σκέβρωσε η πλάτη
               από εκκρεμότητες
                             και τ’ αυτόχειρα δάχτυλα
δεν έχουν άλλη αιωνιότητα να ξοδέψουν
Ανάμεσα σε γερασμένες φωτογραφίες
                  πού είναι οι κάτοικοί της άραγε
       διακρίνεις τ’ ασθενικά χρώματα ενός Παραμυθιού
Στο τέλος κανείς δεν επέστρεψε
                  εκτός από ένα μικρό κορίτσι
                       
                     έκλαιγε πάνω από μια μαρμάρινη κορνίζα

Κι ένα βάζο με δύο ψεύτικες
ανεμοδαρμένες
                          μαργαρίτες

 ακόμα και τ όνομα είχε ξεθωριάσει...




Μαρία Ροδοπούλου

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive