30 Δεκ 2010

Zahra - A fairy tale

Kλείστε τα μάτια, παρακαλώ, και αφήστε τους τοίχους να λιώσουν
εγώ και εσείς στην έρημο
μια νύχτα που δεν φοβάται να αγγίξει τ' αστέρια
με τις πυραμίδες να υποκλίνονται στην επιθυμία
και γύρω από την φωτιά
η Zahra με τον αγαπημένο της
τραγουδά για εμάς όσο λικνίζει το κορμί της
κάτω από σελήνη που φθονεί έρωτα θανάσιμο


He took all the blame


While the desert gave away

all futile horizons

He was building

sky by sky
my flesh


And I am here again

I shall dance against their petty mortality

The desirable church, mi lord,

will conquer

their sand


I am the humidity

their dry throats looking for


His desperation will have me grow

like a dream with velvet eyes

but, mi lord, you know

Wishes have sharp nails
under their satin skin


He can't resist Me


Open your hair

Zahra

And I will tear down

The pyramids of Gods


I will ravage the eternity

I Shall and will deny its existence


Zahra

Zahra

You are my destructive religion


Give me your fever, Zahra

And I will never die


As I move

Mi lord

my voice around your darkened desire

I blossom

despite their drought


Zahra

Zahra

Give me your flower

And I shall never be hungry again


Mi lord

Your breath is dying inside me

as your moonstone passes my moisten earth

One thousand tears flows from my open veins


My eyes will be the keeper

of your unlimited spirit

forever


oh Zahra
Zahra

be my flame
the one that I will never tame

Till the end of all lives




Μαρία Ροδοπούλου


Teyma song

Μουσική Adrastia - Alex Papadiamantis


Ας αποχαιρετήσουμε έτος άνυδρο

με ένα ερωτικό παραμύθι

που γράφτηκε για την μοναδική μουσική

του
Α.Παπαδιαμάντη


είθε να έχουμε Καλή Χρονιά

26 Δεκ 2010

Οι δρόμοι των ερωτήσεων


Κάποτε τρέχω
Άλλοτε αγωνιώ
Πολλές φορές με προλαβαίνουν ανέκφραστα γεγονότα
Ή ίσως μπαλώνω στο παλιό μου αδιάβροχο άλλη μια μικρή ιστορία λησμονιάς
Πως θα με ορίσω μνήμη αν πρώτα δεν λιώσουν τα χέρια μου σε ξεχασμένες στάσεις;
Γνώρισα πολλά πηγάδια νυσταγμένα, λέω στην σκιά που περπατά δίπλα μου
και που ποτέ δεν απέκτησε σάρκα κι οστά ,
κι αμέτρητα παιδιά κοιμισμένα στα ξεραμένα χείλη τους.
Ναι και υπήρχανε και οι περαστικοί που με πένα ωμή κατέγραφαν τα χρονικά
της ξηρασίας. Όλος ο κόσμος με θαυμασμό διάβαζε τους παρατηρητές και ξέχναγε
να δροσίσει τα θύματα της πεζοπορίας.

Όλοι οι δρόμοι που διαβαίνω ακόμα κι εκείνοι που δεν τυγχάνουν, ρίχνουν τα φύλλα τους, σιωπηλή διαμαρτυρία στο βιαστικό περπάτημα – γιατί όμως εγώ επιμένω να τ’ ακούω; - και τα βράδια φτιάχνω τις δικές μου παραμονές και στήνω παζάρια με χάρτες σβησμένους και όλες οι υδρόγειες σφαίρες στριφογυρνούν ασταμάτητα, ολοστρόγγυλες παραφρονημένες αρνήσεις.

Ξέρεις πόσους σωτήρες απάντησα, ρωτάω τον ίσκιο που δέντρο δεν γεννήθηκε, ναι, πολλούς κι είχαν στον ένα ώμο τους κάποιον παράλυτο θεό που τους έπαιρνε τα πόδια και στην θέση τους έβαζε μικρούς χαριτωμένους σταυρούς. Ναι, κι εκατομμύρια ψυχές ναρκωμένες στολίζαν τις γκέτες των θεϊκών στηριγμάτων.

Όλοι οι δρόμοι που διαβαίνω αλλά ακόμα κι εκείνοι που δεν με θένε,
νυχτώνουν
τις λύπες τους στα στήθια μου
και σαν το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα όλα τα γοβάκια που έχω χάσει
εμφανίζονται μπροστά μου. Τυχαία διαλέγω ένα ζευγάρι,
δένω την σκιά στον καρπό μου
– γιατί ξέρετε οι αδέσποτες σκιές έχουν πάντα τάσεις φυγής –
και φορώ το παλιό αδιάβροχο.
Λίγο πριν γκρεμίσω τις πόρτες, μου θυμίζει να κοιτάξω τις παλάμες μου.
Πάντα η ίδια σιωπηλή ερώτηση – γιατί όμως οι δρόμοι επιμένουν να την ακούν;

Αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω πως όλα τα μονοπάτια, δύσβατα και μη φτιάχτηκαν για ένα και μόνο λόγο. Για να μπορώ ίσαμε το τέλος ν’ αναρωτιέμαι ...



Μαρία Ροδοπούλου



Δική σας η ερώτηση, δική σας η απάντηση.

17 Δεκ 2010

Aνόητο Πεπρωμένο

Γυρίζω την πλάτη σ' εκείνη
που προσπαθεί να γείρει το άτριχο κρανίο της
στον πονεμένο ώμο της νοσταλγίας μου

Έτσι περνώ τις μέρες μου στην πείνα
και τα βράδια με χορταίνουν ολόκληρη
χωρίς να χρεώνουν τίποτα πέρα από το εύλογο

Την μοίρα ...


«Εδώ είμαι πάντα, περιμένοντας τον επόμενο σεισμό.
Κατόπιν υποκύπτω στα πολλαπλά συντρίμια με χέρια γεμάτα ανεπιθύμητες προσμονές. Στο τέλος μεταφέρομαι στην πρώτη εφημερεύουσα χαράδρα. Εκεί απολαμβάνω την αγρυπνία μου με στόμα άδειο από παραλληλισμούς ενώ ο μαέστρο με νανουρίζει με την πιο ερωτική ιστορία κατολίσθησης. Και όσο μέσα μου γκρεμίζονται οι νωθρές πτώσεις τόσο ανασταίνομαι έσχατη πολέμαρχος της ομαλής κυκλικής κίνησης.

Καταλαβαίνεις;

Παρουσία αναγκαστική είμαι και επιμένω στην εφεύρεση της καταστροφής μου. Οικολόγος της απουσίας μου δηλώνω αλλά ποτέ δεν με πήρα στα σοβαρά.

Τι να πω. Πάντα αγαπούσα τις ιστορίες αφανισμού των επιλογών»

τελείωσε κοιτώντας τα μικρά λυγερά χέρια της.

«Εγώ από την άλλη μεριά πάντα ανεύθυνη ήμουν. Περιπλανώμενη από καταυλισμό σε καταυλισμό αποφεύγω την άμυνα, μισώ την επίθεση. Μου προκαλεί ναυτία η περιστροφική κίνηση των ανθρώπων» απάντησα με την άνεση που μου δίνει η κοσμοπολίτικη λύπη μου.

«Κι όμως κάποιες φορές βλέπω την μοίρα να γυμνώνει τα δόντια, γέρικη μοναχική λύκαινα.»

Όταν άρχισε να βγάζει πέτρες από τα μάτια μας δεν άντεξα.

Την αγκάλιασα αγνοώντας
τον κόσμο που μας παρακολουθούσε κρεμασμένος από τις χειρολαβές σωτηρίας και της ψιθύρισα

«Και έρχονται στιγμές που ενθουσιασμένη παρακολουθώ το βλακώδες πεπρωμένο να κάνει γαργάρα όλα εκείνα που δεν προέβλεψε»


Μαρία Ροδοπούλου

15 Δεκ 2010

Οι ιστορίες της Ρο ή πως βάζουν στις επιθυμίες αποσμητικό


Γύρω στις 4 τα ξημερώματα και κάτω από τις ιδρωμένες μασχάλες πόλης που ικετεύει για γρήγορη ευθανασία άρχισαν να γκρεμίζονται τα πιο ψηλά πατώματα της ανάγκης. Πρώτα έπεσε το μεγάλο κατάρτι στο πρυμνιό μέρος της αποθέωσης του μοναδικού ονείρου. Σε ανέστιες εποχές δεν μπορώ να αποκαλύπτω μυστικές εξόδους, είπε. Γρήγορα διέφυγε στα αμπάρια ελλειπτικού αστερισμού– χωρίς να ξέρει ότι κανείς και τίποτα δεν γλυτώνει από την λυκίσια μανία αγιότατης επιθυμίας. Χώρος σκοτεινός φωτισμένος μόνο από μια μικρή λάμπα. Μύριζε κλεισούρα, μπαγιάτικη αρμύρα και χυμένο αίμα αναμιγμένο με το σπέρμα μιας μοναδικής σύμπτωσης. Ένας κρεμασμένος γάντζος λίκνιζε ράθυμα το σιδερένιο στόμα του. Αυτόν δεν θα τον χρειαστώ, σκέφτηκε, πάρα μόνο σε περίπτωση έκτακτης ερμηνείας και πάλι όχι για τα χέρια μου. Μόλις έβγαλε το πανί που της κάλυπτε το αριστερό μάτι


– σε κάποιο από τα κατεδαφιστέα ταξίδια είχε κατόπιν ανταρσίας χρηστεί η πειρατής εξαίρεση στον κόσμο που κουρσεύει τον εαυτό της. Όσο πιο πολύ μισούσε τόσο πιο πολύ δεν μπορούσε να σβήσει τα μέλη της. Έτσι άρχισε να τα σκεπάζει. Όταν κάλυψε το ένα της μάτι κατάλαβε πως δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο να κρύβει. –

είδε την διαιρεμένη αιτία να γίνεται το Όλον. Πάνω σε ένα κρεβάτι νωχελικά αφημένη, εκείνη. Ολόγυμνη με την ανάσκελη αισχρότητά της διάπλατα ανοιχτή στις χαλαρωμένες οσμές. Ένας μαύρος πάνθηρας ξεκούραζε τις τριχωτές πράξεις του πάνω στην κατακλυσμική σάρκα. Η γυναίκα και το αιλουροειδές κοίταξαν την αποτυχημένη κουρσάρο με τα λαμπερά κίτρινα μάτια τους.

«Δεν υπηρετώ δυσχερείς αναμνήσεις, είπε ο πάνθηρας. Προτιμώ να τις μεταναστεύω στο κορμί της και μετά να γίνομαι η Ιερά Εξέταση των πόθων της»

Η Μ, κουρδισμένη ακινησία, μάζεψε όλο το θάρρος που είχε στους αστράγαλους απομείνει και γυρίζοντας την πλάτη κατευθύνθηκε προς τον ακέφαλο γάντζο. Τον ξεκρέμασε με αγάπη – είχε χρόνια το άγγιγμά του να νιώσει – και τον κάρφωσε στα χαμογελαστά στήθια της. Μετά χωρίς κουβέντα ξάπλωσε ανάμεσα τους αφήνοντας τον κόσμο να καταρρέει στην ασημαντότητα του.

«Ας βάλω και μια φορά αποσμητικό, τον παρανοικό συλλογισμό αποζημιωτικού εφιάλτη, στις επιθυμίες μου» σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια στην φασαρία που έκαναν οι βρώμικες πατούσες της Μητρόπολης της μετριότητας.


Μαρία Ροδοπούλου

Τίποτα πιο ανελέητο από το όνειρο. Μόλις φτάνεις να το αγγίξεις
εκείνο λιώνει κάτω από τις αχτίδες συνομώτριας αυγής.

11 Δεκ 2010

Στα μποντουάρ των λωτοφάγων

Μέσα στα μποντουάρ της ομοιοκαταληξίας και στις βραχνιασμένες αιτίες
oιδα-ν-οικών απ-αγορεύσεων, όλοι οι δρόμοι στα μάτια του χυμένοι.
Με δελεάζει η νωχελικότητα μοιραίας σύμπτωσης.
Μου θυμίζει την Μυρτώ που χόρευε ντυμένη μέσα σε πλήθος γυμνό από αγώνες.
Χαρτοσημασμένα μέτωπα ενάντια στην πυρακτωμένη ένσταση της λήθης της.
Πόσες εξώπορτες μπορεί το πρόσωπο να φορτωθεί
όταν οι κύκλωπες τον αλιθωρισμό τους ρίχνουν στην ιδρωμένη πίστα
όπου οι γλάροι παραμονεύουν ν’ αρτηθούν κάποιας λανθασμένης
αλλά πάντα ελεγχόμενης εγκυμοσύνης.
Διάδοχοι του ανατοκισμού στα τσιφτετέλια της απόγνωσης.
Αλλά είναι αυτός ο άνδρας που μυρίζει τα μαλλιά μου
και αποβάλει τα καταναγκαστικά έργα φυματικής χορογραφίας.
Επωάζει έρωτα καταμεσής της υπεροψίας ψεύτικων οδοντοστοιχιών.
Βάζει σε πειρασμό τους απενεργοποιημένους αδένες της γυναικείας μου κοιλότητας
και ολόκληρη με ανασαίνει.
Χωρίς καμιά απόδειξη, αγάπη με ενοχοποιεί, με θράσος,
μέσα στα μποντουάρ των λωτοφάγων ευνούχων.

Υ.Γ.


ακόμα εδώ αποφεύγοντας σειρήνιες προθέσεις νουάρ ημερών


Μαρία Ροδοπούλου

10 Δεκ 2010

Καταργημένοι


Τώρα που κόψαμε τους δρόμους
γίνανε πιότερες οι κραυγές

αλλά ελάχιστες οι φωνές


Ζευγαρώσαμε πολλοί

μάρτυς η προδότρα γη

Πληθύναμε τα ύψη

μια οκά καφέ και ένα τόνο σήψη


Νυστάξανε οι προσδοκίες

χασμουριόνται οι αμαρτίες


θα σε κέρναγα ένα σώμα

αλλά βρίσκεται σε κώμα


δειλιάσανε τα μέτρα

θα σε φιλέψω πέτρα πέτρα

τον καημό μου


Αλλά πως υπόσχεση θα σε δροσίσω

τώρα που κλαις και όλο κλαις

στις πεθαμένες μας αυλές

και κανείς

τσίλιες δεν φυλάει

στις απερχόμενες ευχές;


γενιές λευκές

γενιές νεκρές

μα πάντα εσύ θα φταίς

που όλο κλαις

πάνω από χυμένα χθές

και όλο καις

ωδίνες

γκιλοτίνες


Είμαστε κηφήνες

ψιθυρίζει ο χαφιές

Καταργημένες προσευχές



Μαρία Ροδοπούλου

4 Δεκ 2010

Η αιωνιότητα που τελειώνει


1η ανεπίδοτη επιστολή
Αγαπητέ Jean
Σου γράφω με λιγόθυμη ψυχή και δάκτυλα που δύσκολα περπατούν.
Η μικρή αιωνιότητα φτάνει στο τέλος της.
Το αίμα εγκαταλείπει γοργά τον μύθο.
Μικρά κόκκινα χελιδόνια αποδημούν
στόμα άνεργο και κοσμούν το λευκό μαντηλάκι κιτρινισμένης άνοιξης.
Μόνη υποδέχομαι τον χειμώνα
πιο μόνη από ποτέ.
Το σφύριγμα του τρένου όλο πιο κοντά και ίσα που προφταίνω να συντριβώ
από το βάρος των αναμνήσεων.
Όσα πρόσφερα δεν ήταν δικά μου.
Όσα μου χαρίστηκαν ξοδεύτηκαν στα μπαλώματα.
Ελάχιστοι την πόρτα μου χτυπούν.
Τα μάτια ξέμειναν από ισχυρισμούς και το νερό χύθηκε χωρίς αιτία.
Σου γράφω με την ανταρκτική στα γόνατα ξαπλωμένη
και δάκτυλα που φοβούνται την φωτιά.
Ο αγέρας δεν ανασταίνει τα πλαστικά λουλούδια.
Το χιόνι χορεύει στο πάτωμα.
Ανάπηρος ο καθρέφτης αρνείται να κοιτάξει.
Το σιφόνι φύτρωσε δόντια.
Οι κούπες απολιθώματα στον νεροχύτη
και μια μικρή αράχνη νοικιάζει τα κατακάθια τους.
Το παλτό σκονίζεται στην ίδια θέση.
Μόνος θεατής έγκλειστης μοναξιάς.
Η μικρή αιωνιότητα γκρεμίζεται.
Και ίσα ίσα που προλαβαίνει να σου μηνύσει.
Jean,
Κάποτε σ’ αγάπησα πολύ ...


Μαρία Ροδοπούλου

1 Δεκ 2010

Το χαμόγελο της Μέδουσας



Χαμήλωσα τόσο πολύ το άσπρο
που πλέον δεν το βλέπω
Ολούθε γύρω μου
μαύρες φωτιές
και εγώ στο κέντρο παγωμένη
Λερναίες ύδρες
μέρες
που τίποτα δεν τις φονεύει
παρά δύστυχα πολύφημα βράδια

Τόσες φορές έλυσα την άσκηση
που παραιτήθηκε το πρόβλημα
Ολούθε γύρω μου
μαγειρεμένα ίσον
και εγώ στο μέσον
με χέρια φορτωμένα
από μεταναστευτικά δεδομένα

Ξεχειλισμένες μοίρες
που ρίχνουν δηλητηριώδεις σαϊτιές
σ’ εκείνο που δεν είμαι
και εγώ
της Ηλέκτρας νόθο πλευρό
πεθαίνω από την γεωμετρική πρόοδο
κλυταιμνηστρών
κοκκαλωμένη
σε μια αιωνιότητα που τίποτα δεν δανείζει
σε ψυχορραγούσα ώρα

Πολύ λιγόστεψα την ιστορία
ίσα ίσα για βραδινές επιδρομές
στον κήπο της Πανδώρας
που φέρει
στην ανάσα πορτοκάλια
άνθη θανάτου στα μαλλιά
και στα χείλη
της Μέδουσας το λυπημένο βλέμμα




Μαρία Ροδοπούλου

30 Νοε 2010

"Πολιορκίες" στο Radio Smut

H Μαρία Ροδοπούλου επιστρέφει στα decks με δύο εκπομπές
Aπό την Δευτέρα 6/12/10 και κάθε Δευτέρα στης 9 το βράδυ
η εκπομπή "Πολιορκίες" ζωντανά
στο Radio Smut

Και από την Κυριακή 5/12/10 και κάθε Κυριακή στις 11 το πρωί
η εκπομπή "Κυριακάτικα Πρωτοσέλιδα" όπου η Μαρία Ροδοπούλου διαβάζει και σχολιάζει - όταν δεν μένει άφωνη - τα κεντρικά θέματα των εφημερίδων.


Eγκαίνια του σταθμού Τετάρτη 1/12/2010, 8:00 μ.μ
με την μαραθώνια σατυρική, και όχι μόνο,
εκπομπή "Τούρτα με τζατζίκι".
Στα decks ο περιηγητής Mat, η ονειρική Vaggy και η αλλοπαρμένη Μαρία Ρ.

Καλή Ακρόαση.

Το πρόγραμμα ξεκινάει κανονικά από 5/12/2010



28 Νοε 2010

Ισιδώρα - Πρόλογος

Κάποτε Δέντρο ζούσα στο Δάσος της Βροχής

Τώρα ρίζα άκληρη
Απόδετη διαβάτισσα γυμνού τοπίου

Πρώτη με τάισα φαρμάκι
Πρώτη μ’ ανάθρεψα νεκρή

Ποιός από μένα τρέφεται
και από ποιόν εγώ μέλλει να τραφώ;

Καρπούς δεν έχω πια
γιατί μισέψανε οι ζωντανοί
Μηδέ χώμα αγνό απέμεινε
την πείνα να χορτάσω

Σε ποιόν χρόνο την δυστυχία να κλίνω;
Όταν το παρόν έσμιξε με το παρελθόν
Μέλλον χωρίς μήτρα κυοφορήθηκε

Ποιά γη θα με πλάσει από την αρχή;
Ποιό χώμα θα δεχτεί ετούτα τα λαβωμένα πόδια

Ταυτότητα δεν έχω και τ’όνομα έχω ξεχάσει
Πόσο τρέμω μην με αντικρύσω σε καθαρά νερά


Πολύ αμυδρά θυμάμαι που γεννήθηκα
και ποιά όριζε η μοίρα ,πριν και αυτή πεθάνει,να γενώ
Πράσινη η γη γεμάτη ανθρώπους ηλιοκαμένους
αλλά με χαμόγελ
o πάντα δροσερό. Κι ήταν η ζωή γλυκόπιοτη και ο αγέρας της χορτάτος. Μια ηλικιωμένη φορώντας πάντα λευκή μαντήλα στο κεφάλι με ένα κοριτσάκι πιασμένες χέρι χέρι κάθε απόγευμα επισκέπτονταν τα δέντρα.

Στο καθένα μας μιλούσε ξεχωριστά και δίδασκε στο κορίτσι την αρχαία γλώσσα.Με το χέρι της στολισμένο με τόσους ρόζους όσοι και οι κόμποι μιας γέρικης ελιάς χάιδευε τα ξύλινα κορμιά μας.
Έσκυβε απο πάνω μου ψιθυρίζοντας τρυφερά

«Ατέχ, μιτ μπαά.Ατεχ!
Ρας Καϊνέ πταχ Κνεέρουμ τε Ρίτβα
Τε ατα ;Ατά Γκιόλε Γκναχ τραα τι φατίχτα αμπταχ τε αμπταχ »

«Θεριεύω
Τις πέτρες του κόσμου λιγοστεύω
χώμα εύγονο βαθαίνω
Ευλογημένα τα παιδιά που γη ξανά και ξανά θα γεννούν»

Τέντωνα τα λιγοστά κλαδιά από χαρά
και χόρευε ευτυχισμένη η ξύλινη καρδιά μου

Ελάχιστα όπως ανέφερα θυμάμαι
μα ποτέ δεν θα ξεχάσω την βραδιά που ξέσπασε
του κόσμου η μεγάλη πυρκαγιά.

'Αστραψε η νύχτα και έπιασαν οι ουρανοί να πέφτουν.

Και το πιο Σκοτεινό απ’όλα τα θεριά με φαλακρό βουνό στην πλάτη και μύρια μάτια στις παλάμες ορμητικός ανέβηκε
από τα βαθιά σκοτάδια.

Ερωμένος έσχατος λεηλατημένης γης

Τα δέντρα σιωπηλά αφέθηκαν στο νέο πεπρωμένο
αλλά τα ζώα τύλιξαν τον κόσμο με την κραυγή τους.
Όλα τα φύλλα μου μεμιάς ματώσαν
και έσμιξε το αίμα με κείνο των ανθρώπων

Τι απέγιναν τα παραμύθια που ήρωες ανίκητους γεννούσαν;
Ποιός θα μας σώσει και ποιός προλαβαίνει από το θάνατο να ξεφύγει;

Η μητέρα σε μια προσπάθεια απελπισμένη να με σώσει
σαν φράχτης απλώθηκε μπροστά μου.Φλεγόμενη ασπίδα το σώμα της.

Θεέ μου τα κλαδιά της ! Τα κλαδιά της σε ύστατη ικεσία στον ουρανό υψωμένα.
Γύρω από τον κορμό της τυλιγμένο, μαύρη κορδέλα θλιβερή,
το σώμα του κοριτσιού.
Μια σταγόνα ξηρασίας δίπλα από το μικρό στόμα διψούσε για ζωή.

Μάτια τεράστια
μάτια νεκρά
μάτια γιατί
κυλούσαν στο άσαρκο πια κρανίο

Μια κατάλευκη , ω! πόσο κατάλευκη, μαντήλα, μάταιη σημαία ανακωχής τάιζε τις φλόγες του Πατέρα.


Όταν στα δύο σκίστηκε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό
βγήκε από τα δένδρινα στήθια της


"Μητέρα πως δέχεσαι τον καρπό σου να φονεύουν;
Ποιός μέσα από σένα θα ζήσει και ποιός θα σε υμνήσει
αν όλοι το κενό ασπαστούμε ;

Δώσε πίσω ότι πήρες
Δώσε πόδια
Μάτια
Δώσε καρδιά
Στήθια
Δώσε ζωή στον θάνατο
Γάλα γλυκό στο φαρμάκι
Δώσε Γυναίκα
Να καρπίσει πάλι ό,τι απόψε πέθανε»


Tότε ένιωσα χέρια ατσάλινα από το χώμα να με τραβάνε
Οι ρίζες μου ! Αλίμονο, σάρκινες πλέον.

Δεν έχω όνομα
Κι αν είχα το έχω πια ξεχάσει,
όμως τα λιγοστά όντα που συναντώ με φωνάζουν

Το Δέντρο που περπατά

Μαρία Ροδοπούλου


"Ισιδώρα - Το Δέντρο που περπατούσε"
Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 12/2009


Υ.Γ

Πολλοί φίλοι με ρωτούν τι δέντρο ήταν η Ισιδώρα.
Στην καρδιά μου ήταν ελιά αλλά ο καθένας στην ψυχή του
μπορεί να της δώσει όποια ταυτότητα θέλει. Δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει αυτό που μπορούμε να κάνουμε.
http://www.meteo-news.gr/site/article/Reforestation_of_the_mountain/

23 Νοε 2010

Aπορριματοφόρα μάτια vs ολόγιομης σελήνης.

Δεν φταίνε τα σκουπίδια που ξεχειλίζουν τους κάδους.
Μήτε ο κύριος με το γέρικο μπαστούνι που αφήνει τον οβολό του

στα απορριπτέα πειράματα αλληλοφαγωμένης ύπαρξης.

Είναι που τα μάτια μου πλειοδότησαν στον σκουπιδοφάγο διαγωνισμό.

Απορριματοφόρα άφθονων περιττωμάτων με πινακίδα τελετών στα βλέφαρα.


«Διανυκτερεύουμε ρομαντικής σελήνης»


Δεν φταίνε οι σκιές που καραδοκούν στις λεωφόρους όπου περνώ.

Φταίνε τα χέρια μου. Προς τα πάνω κοιτούν με αναποδογυρισμένες φλέβες.

Κουτσομπόλες με ελεγχόμενη εκροή αίματος.

Ελεύθεροι επαγγελματίες μουντζώνουν δακρυσμένο φεγγάρι

την ώρα που βογγά στο κέντρο τους χοντρή βελόνα.


Δεν φταίει ο ανελκυστήρας που παίρνω κάθε βράδυ.

Μήτε ο κύριος με την σακάτικη μαγκούρα που αφήνει συνταξιούχα

δάκτυλα στο μπράτσο μου.


"Πατήστε όποιο κουμπί θέλετε. Μόνο μην σταματήσετε πουθενά."


Φταίνε οι εκλεγμένες κόρες που δεν επιθυμούν να κόψουν τον δεσμό

με την πραγματικότητα. Κοιτάχτε και λίγο προς τα πάνω,

φωνάζει το κρυφό δωμάτιο.

Τίποτα.

Αλληλεγγύη κουφών και σκουπιδιών.


Είναι και αυτός ο μπάρμαν μεταξύ Φιλολάου και Κατεχάκης.

Με πόθο απαντά στο ικετευτικό σφηνάκι. Ό,τι περισσεύει το μαζεύει με τις

φούχτες του και με κερνάει πάλι από την αρχή.


«Κάθε φορά που πλημμυρίζω σε ερωτεύομαι»


Δεν φταίει αυτός. Φταίει ο ιανός λώρος. Από την μία οι χωματερές

Από την άλλη το φεγγάρι.

Εγώ στην μέση με λυμένα τα σπορτέξ και μάτια λαβωμένα.


Δεν φταίω εγώ.


Τα μάτια φταίνε. Αποβάλλουνε σκουπίδια και κλέβουνε πανσέληνο.





Μαρία Ροδοπούλου


_αφιερωμένο σ' εκείνους που έμαθαν να ζουν με το προδοτικό λώρειο όνειρο._

22 Νοε 2010

Μικρές ταξιδιωτικές ιστορίες



Έρχονται φορές που ξεμένω από επιθυμίες

και τότε εξουθενωμένη περπατώ μέχρι την λεωφόρο.

Άλλοτε γοργά ξεμακραίνει
καμπουριασμένη από το βάρος της ματαίωσης
και κάποτε είναι τόσο κοντά
που όλο και κάποιον αγγελιοφόρο με σιδερένιο δούρειο ίππο βρίσκω.


"Που πάτε, κυρία;" ρωτάει με την υποταγή σε όλα αυτά που δεν πρόκειται

ποτέ να συμβούν μεταξύ μας.
"Στο αεροδρόμιο" απαντώ με την χαρά να φουσκώνει ασυγκράτητα στα στήθια μου.

"Θα ταξιδεύσετε;" ρωτάει αγνοώντας την οροπέδια ευτυχία μου.


"Αλλά όχι, απλά η πηνελόπεια ανοχή μου που και που ασφυκτιά στην κιβωτό

της πραγματοποιημένης αιωνιότητας και δραπετεύω στα check in των ξένων.
Στέκομαι χαμογελαστή, αμίλητη στην ουρά - ένα στρατιωτάκι εκπαιδευμένο
σε σύντομες εχθροπραξίες και μεγάλης διάρκειας ανακωχές.
Ακούω τις μικρές ταξιδιωτικές ιστορίες και χαιδεύω τρυφερά τα απωλεσθέντα.
Μετά τους φορώ όλους λευκή σημαία στην ισόβια μνήμη και επιστρέφω ηττημένη.
Είμαι η αποταμίευση της ελάχιστης συμφοράς ανθρώπων. "

"Πόσο μοιάζουμε, κυρία μου. Εσείς φερέφωνο κατάθεση και εγώ η μακάρια σπατάλη σας.

Και μετά λένε πως δεν γεννηθήκαμε για να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον.
Πάνε χρόνια που δεν ταξιδεύω πια παρά μόνο με τους επιβάτες στο πίσω κάθισμα. Σε γη και ουρανό, από αφετηρία σε στάση και από στάση πάλι σε αφετηρία καταπτοημένα τελωνεία. Ανάμεσά τους γυναίκες με μαγκωμένες μήτρες και άνδρες με αραιοκατοικημένα λαγόνια. Μια φορά ταξίδευσα ανυπεράσπιστος συνόρων και παραλίγο να πεθάνω αιχμάλωτος στα εξαθλιωμένα στρατόπεδα των ταπεινών και καταφρονεμένων. Από τότε, τα πρωινά μαζεύω λυπημένες ιστορίες αδιαμαρτύρητων ενοικιαστών και τις νύχτες κατεβαίνω στο φωταγωγημένο λιμάνι. Εκεί ξοδεύω αδιάκριτα σε αυτές που επαγγέλονται
ό,τι εμείς οι υπόλοιποι διαφεύγουμε, όλα αυτά που εσείς με μετριοπάθεια θωπεύετε."

Στον γυρισμό μένουμε πάντα σιωπηλοί. Λίγο πριν κατεβώ, με πιάνει σφιχτά από τον καρπό

Το φιλοδώρημα λόγος προσγείωσης.

"Το ξέρετε πως έτσι αποφεύγω να διηγηθώ την δική μου ιστορία. Κάπου στην μέση την άφησα

και τώρα φοβάμαι να γυρίσω πίσω για να την ανταμώσω. Μπορεί να έχει χωρίς εμένα συνεχίσει. Μπορεί να γέρασε ίσως και να έχει πεθάνει. Ή το χειρότερο στην απουσία μου ν΄άνθισε αποτελέσματα ενώ εγώ εξορίστηκα κατά την άφιξη των πρώτων συμπτωμάτων αυτοβιογραφίας"



Μαρία Ρoδοπούλου

18 Νοε 2010

Παράσημα Αργίας


«Σταμάτησα πια, είπε η συνοδηγός μου. Κουράζομαι γρήγορα και ξεχνιέμαι σ’ ένα πέτρινο παγκάκι με πόδια ανοικτά στην οργή τους. Ενώ εκείνοι προχωρούν σε ομαδική αυτοκτονία μέσα μου, εγώ τελειώνω με το πάσο μου στο κάθε στόμα ξεχωριστά. Με τα λεφτά τους αγοράζω κάθε φορά και ένα καινούριο τσιμεντένιο τρενάκι. Είμαι εξαιρετική μηχανοδηγός των βαρέων και ανθυγιεινών. Κατόπιν με παίρνει η ώρα και χάνω την ευκαιρία να μπω στην λίστα αναμονής.

Αλλά δεν θυμώνω. Αλείφω την πλάτη μου με ξένες συγχωνεύσεις και γυρίζω σπίτι με τα χέρια σηκωμένα σε πλήρη παράδοση. Ταϊζω τα παιδιά και μετά ξαπλώνω δίπλα στον μονογενή ναό της γυναικείας μου ολοκλήρωσης.»

«Οδυνηρά αποψιλώνομαι, της απάντησα αποφεύγοντας επιδέξια μια περαστική εκτός πορείας δυστυχία – ποιός έχει χρόνο ν’ ασχολείται με τα εκτροχιασμένα; -

Που και που συμμετέχω σε τελετές αργίας κίνησης. Δέχομαι παράσημα για τα κουρνιασμένα απλήρωτα στους κομμένους μαστούς μου. Μετά αργοπορημένη ξεκινώ για όλα εκείνα που ούτως ή άλλως δεν θα προλάβαινα. Φτάνω στο γραφείο καθυστερημένη και κάτωχρη από τον αυξανόμενο πανικό. Ανακατεύω τα χαρτιά, μπερδεύω τις λέξεις και ξαναγράφω τις ίδιες εντολές στα ξεθωριασμένα σημεία των αφημένων προσώπων. Με τον μισθό μου αγοράζω
κάθε φορά και ένα νέο ταγιέρ εξομοίωσης. Είμαι γενική διευθύντρια παραγωγής κλωνοποιημένων ευθυνών. Το απόγευμα φεύγω χωρίς να έχω προλάβει να τακτοποιηθώ στην αδιαφορία τους.

Αλλά δεν θυμώνω. Κάνω μασάζ στα γεμάτα φλεβίτη πόδια μου με ξένες μετοχές και γυρίζω σπίτι με τα χέρια σηκωμένα σε πλήρη παράδοση. Διαβάζω τα παιδιά και μετά ξαπλώνω πλάι στον μονογενή ναό της γυναικείας μου αποθέωσης»

Το βουητό της κυκλοφορίας ήταν το μόνο που έσπαζε για λίγο την σιωπή που απλώθηκε ανάμεσά μας.

Η λέαινα που ήταν νωχελικά ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, φτερνίστηκε δυνατά τους ρύπους της συζήτησης. Μια δυο τρείς φορές.

Η αλήθεια είναι, πως προσπαθήσαμε σκληρά να χωρέσουμε τις αιλουροειδείς μας καμπύλες στο αρθριτικό πρόσωπό τους, είπε.

Δεν με εξέπληξε καθόλου όταν με χάρη πήδηξε μέσα μας πετώντας τις μονοθεϊστικές γόβες στα διπλανά πρότυπα.

Ό,τι απέμεινε από τα κουρελιασμένα ρούχα δόθηκε στα σκυλιά που μάταια συνεχίζουν τις έρευνες με την μύτη κολλημένη στην απόβλητη μυρωδιά μας.

Κάπου κάπου
κουράζομαι να είμαι η τιμώμενη replica
στα παρασημοφορεμένα δείπνα
μολυσμένων χαρεμιών
Ξεπλένω τις σκέψεις
με μια γερή δόση πεισματάρικου ονείρου

για να διώχνω το γάριασμα που προκαλεί
η καθημερινή ρύπανση
στους αστράγαλους
της θηλυκότητάς μου


Μαρία Ροδοπούλου

13 Νοε 2010

Κουασιμόδεια Μετάφραση



μια μικρή ιστορία καμπουριασμένης παράνοιας αλλά ευθυγραμμισμένης άρνησης

Θαρρώ πως ποτέ δεν σταμάτησε να περπατά. Όλος ο κόσμος μια προκυμαία. Πάνω – κάτω με τον ποδόγυρο λασπωμένο και τις πατούσες βρώμικες απ’ όλα εκείνα που ξεβράζουν τ’ ανήμερα κύματα σαν σπάνε πάνω στην ξύλινη γεμάτη σκλήθρες αρένα. Είναι αλήθεια πως προσπάθησαν να της φορέσουν παπούτσια.
Έστω να πλύνουμε τα πόδια σου, της είπαν. Να βγάλουμε όλα τα ιώβεια καρφιά. Να καθαρίσουμε τις πληγές και να κάνουμε μια απαλή επάλειψη με αντισηπτικό. Και μόλις γιάνουν να τους χαρίσουμε το πιο όμορφο ζευγάρι γιάλινα γοβάκια. Δίνονται με εγγύηση από τον κατασκευαστή. Θα έχεις και bonus έναν πρίγκηπα που ποτέ δεν χρειάστηκε να γίνει βάτραχος. Δεν χρειάζεται να έχεις Ε-σταυρωμένα κάτω άκρα.
Εκείνη, φωνής αμόρφωτη, με σήματα μορς που τα αμυγδαλωτά μάτια της εξέπεμπαν έλεγε όχι.
Όχι ευχαριστώ. Πως θα περάσω την ζωή μου με πόδια ναρκωμένα; Και τι θα γίνει αν τα γοβάκια μου πραγματοποιήσουν την απειλή τους και ποτέ δεν σπάσουν; Θα αναγκαστώ να συντριβώ δίπλα στον πρίγκηπα που ποτέ δεν ένιωσε απελπισία. Κατοχυρωμένη πατέντα θαυμαστής αποδοχής με το bar code σεμνά στον αμφιβληστροειδή τυπωμένο.
Όμως εκείνοι δεν είχαν ποτέ μάθει την άχορδη γλώσσα που μιλούσε η Ρο. Χρόνια πέρασαν στα ανακριτικά κάγκελα χαμένοι στην μετάφραση. Έως ότου αποφάσισε να χτίσει μια μικρή καλύβα στην άκρη της αποβάθρας.
Μάζεψε ό,τι ναυάγιο βρήκε ξερασμένο στην όχθη. Όσο πιο χρησιμοποιημένο, τόσο το καλύτερο σκεφτόταν ικανοποιημένη μαζεύοντας ακόμα και τα γυαλιά από τις πατούσες της. Υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από το να βγάζεις μόνη σου ό,τι μόνη σου κάρφωσες; Αναρωτιόταν και κουνούσε το κεφάλι αδυνατώντας να καταλάβει την ασυννενοησία μεταξύ εκείνης και των στρατών σωτηρίας της.
Για να αποφύγει τους ανεπιθύμητους κρέμασε μια ταμπέλα στην εξώπορτα
«Συνεδριακός Χώρος Μουγκών Νεκρών». - ξέρετε υπάρχουν και οι άλλοι που επιμένουν σε φλύαρη υπενθύμιση του αφανισμού τους. -
Ικανοποιημένη μπήκε μέσα. Στο κέντρο του άδειου δωματίου βρίσκεται το τραπέζι που είχε κλέψει από την Σύλβια με έναν τεράστιο κόκκινο βάτραχο πάνω του και η καρέκλα που της δώρισε ο Άλφρεντ λίγο πριν μεταναστεύσει.

Χρόνια πάνε τώρα που κάθεται εκεί και γράφει βουτώντας τα μάτια της στο μελανοδοχείο.
Όταν δακρύζει, ο βάτραχος βγάζει την ζεφύρια γλώσσα του και γλύφει τις άκριες των ματιών της με λατρεία. Όταν γελάει μαζεύει βιαστικά τα μικρά διαμάντια πριν κομματιαστούν πάνω στις μελανές της ρώγες.
Ο μύθος λέει πως κάποτε ήταν γλυκόπικρος αγέρας αλλά τον ζήλεψαν οι άλλοι, οι στεριανοί άνεμοι της ξηρασίας και του θανάτου και τον μετέτρεψαν σε βάτραχο.
Κάποιοι άλλοι λένε πως τις νύκτες ακούνε το ηχηρό φιλί που δίνει η μουγγή Ρο στον αδέσποτο βάτραχο που τρύπωσε από τον φεγγίτη της. Σταυροκοπιούνται και περνάνε βιαστικά με μάτια χαμηλωμένα. Που ακούστηκε Κύριε! Βάτραχος, βάτραχος να παραμένει μετά από τόσο έρωτα. Αυτή η άθλια καλύβα όσο πάει και πρήζεται από την αναίσχυντη ερωτική σχέση.
Η Ρο χαμογελάει με νόημα στον αγαπημένο της αιρετικό και του κλείνει το μάτι καθώς καρφώνει στα νύχια όλα τα απορριπτέα του ποιοτικού ελέγχου.
Με πλήρη Ε-σταυρωμένα άνω και κάτω άκρα συνεχίζει να μεταφράζει την κουασιμόδεια άρνησή της προς τους αλλό-γλωσσους.


Μαρία Ροδοπούλου


11 Νοε 2010

Έξωση


Τι σπαραγμός κι αυτός.

Ο θάνατος στον θάνατο

να μην αρκείται.

Και εσύ με χέρια

κόκκαλα γεμάτα

από μάρμαρα κυκλωμένος

εις αναμονή θαυματουργής εξόρυξης


Λευκοντυμένος

με στόμα

κεριά λιωμένα

μπουκωμένο

με τις κνήμες σου γυμνές

να μην μπορούν

σπατάλη να υποστηρίξουν


από μάρμαρα πολιορκημένος

φρικτή προσμονή

αναστάσιμης εκσκαφής


Τι σπαραγμός κι αυτός.

Ο θάνατος στον θάνατο να μην αρκείται

αλλά ν' αποζητά σώου οριστικής αλήθειας.


Κι εσύ

λησμονιά αναπόφευκτη

μεταξύ θρήνου μακρινού

τωρινής έξωσης

και παντοτινής στέρησης.




Μαρία Ροδοπούλου

εμπνευσμένο από το παρακάτω κείμενο του Mat

"Στο ένα χερι το μισοφαγωμένο όνειρο
με τον φράκτη συνομιλούσε
δυο μετρα από την γη το χωριζαν
κι ένα σώμα μοναχικής αλήθειας
Ως αγριο ύδνον σπάραζε
που γύρευε η ανασκαφή
απ' την αρχή να το βυζάξει
λἐς και δεν έφτανε η απόσταση ..."

9 Νοε 2010

Persona non grata

Μες από τα νεογέννητα πεδία των μαχών σας
διαβαίνουν οι χορτασμένοι συρμοί
των ματιών μου

Οι επιβάτες
ό,τι αγάπησα
αρνούνται την αποβίβαση
στα ριζωμένα
σε άγονα βράχια
σύνορα

Νεκροί οι μηχανοδηγοί μου
στα ρινγκ αναμενόμενων αποτελεσμάτων

Μπορεί να είστε λαθρεπιβάτες
στα παλαιά μου βαγόνια


αλλά στο Εξπρές της Πείνας μου
βρίσκεστε στην λίστα

persona non grata




Μαρία Ροδοπούλου

Nέα Σοδειά στα βιβλιοπωλεία



τχ. 5

Ένας Χρόνος Σοδειά

Αθήνα - Θεσσαλονίκη - Πειραιάς
Άργος - Βόλος - Δράμα - Κατερίνη
Κεφαλονιά - Κρήτη - Λαμία - Λάρισα
Μυτιλήνη - Πάρος - Πάτρα - Σέρρες
Σπέτσες - Σύρος - Τρίκαλα

σε λίγο καιρό η Σοδειά αποκτά δικό της Site

mail επικοινωνίας
sodeia@ymail.com


"Σοδειά"
ανεξάρτητο περιοδικό θεριστών του Λόγου

6 Νοε 2010

Η κυρία επί των αγνώστων


Aυτό το δωμάτιο με καθρεφτίζει από παντού.

Έχω σε κάθε γωνία του χωρέσει αλλά με ξεχειλίζει.



Η άγνωστη απέναντί μου επιμένει να ρωτά ποιά είμαι.

Είμαι η κυρία επί των αγνώστων, απαντώ περιπαικτικά.

Ναι αλλά εγώ προσκάλεσα την ανώνυμη
που απλώνει τα μη παραληφθέντα στην βροχή για να στεγνώσουν.


Εκείνη παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο ολόσωμους καθρέφτες προδίδεται από την προοπτική του εκλειπόντος τρίτου. Μακάρια η μνήμη του αλλά ποτέ δεν την ζήσαμε. Έτσι ανάγκας και η όραση πείθεται. Κοιταζόμαστε. Όσο λιγοστεύουμε το χώμα τόσο πληθαίνουν τα μαλλιά. Όσο ελαττώνουμε την σάρκα τόσο κατεβαίνουν τα μαλλιά προς την πέτρα. Σαν εκείνη την κοπέλλα που την θάψανε με ζωντανή πλεξούδα. Αλλά διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι φαλακροί γείτονες και χωρίς πολλές διαδικασίες την έβγαλαν. Της ξύρισαν το κεφάλι από τα όνειρα και λιώνει ήσυχη πια.

Στεκόμαστε πιο άκρη και από την άκρη τους. Προς την αντίθετη κατεύθυνση των συμπληγάδων αντανακλάσεων. Τόσα χρόνια κοιτάζαμε και δεν βλέπαμε. Τώρα απλά μυρίζουμε τα μάτια που κρύβουν την δαλιδά με σπασμένα ψαλίδια.

Δεν πειράζει, είπαμε κοιτώντας πλάγια της απομάκρυνσης.
Λύνουμε την κοτσίδα και μόνο η μία μας βρυχάται ελαφρώς καθώς όλοι οι αργοναύτες γκρεμίζονται στην πέτρα με θόρυβο.
Ο Σαμψών απέναντι μας θριαμβεύει των μικρών αστεροειδών που έπαιζαν χρόνια κρυφτό στις σκαλωσιές μας.

Και χορεύει σαν τρελλός πάνω στα γιαλιστερά ολοκαίνουρια ψαλίδια μας.


Μαρία Ροδοπούλου

ΥΓ.

Το κείμενο δανείστηκε την κοπέλα που μακραίναν τα μαλλιά της μετά θάνατον
από το βιβλίο "Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου" του Γ.Γ.Μαρκές.

μη γελιόμαστε. η αιωνιότητα είναι για τους εφευρισκόμενους θεούς. μόνο.
ούτε καν για τους εφευρέτες τους.κι ας είμαστε πολλοί.

5 Νοε 2010

Οι Μαύρες Πέρλες





Είναι οι άλλοι
που μετράνε τις μαύρες των προσευχών πέρλες
χαμένοι στην πρόσθεση επιδέσμιων επιθυμιών

Εγώ απλώς τις φορώ
χωρίς να τις προβάρω μπροστά σε αναμνηστικούς καθρέφτες


άνευ επιθέτου συνουσία
στο παλκοσένικο επιθετολάγνας αυλαίας

οι θεατές στα απολιθωμένα καθίσματα
παρακολουθούν με μουλιασμένη αγωνία

την εξέλιξη
ανυψώσεων στον λαιμό της 16χρονης Τερέζας

τίποτα δεν είναι πιο ευλαβικό
από την χυμένη κόκα κόλα
στις παρτιτούρες
εξ ορισμού ορχηστρικής στύσης

κατά την διάρκεια του διαλλείματος
το μόνο που σπάει την σιωπή
είναι ο μαέστρο που μασουλά με θόρυβο
τα κριτσανιστά ποπ κορν
της πληθωρικής guest star

Ladies and Gents
we are sorry to announce you
that our act died into the deep throat of our dear rabbit

την στιγμή που έβγαινε από τα απόκρυφα της ζουμερής Βάντα

η φήμη είναι πως πνίγηκε
μες στις ακόρεστες γούνες της

το μόνο που δεν γνωρίζουμε είναι η στάση στην οποία κατέβηκε



Είναι οι άλλοι
αγαπημένοι μου
που σπάνε στα γόνατα
τις μαύρες των προσευχών πέρλες

χαμένοι στην πρόσθεση σκονισμένων σουβενίρ


Εγώ απλά στο γενέθλιο σώμα τις φορώ

οι ικεσίες μου σκισμένες
στα λιβανισμένα πόδια τους χυμένες




Μαρία Ρoδοπούλου


2 Νοε 2010

Έναρξη Πάγιου Χειμώνα - Συνταξιοδότηση


Οι εφιάλτες δεν κατάφεραν να με βάλουν στον πάγκο των εξιλεωμένων αμαρτωλών. Τι να πω! Δεν είμαι οπαδός καθιστών διαμαρτυριών.


Το μόνο που με τρομοκρατούσε ανέκαθεν είναι η σαθρή ομορφιά που κρύβουν στις φούχτες τους τα καθρεφτισμένα μάτια. Με προσπερνούν χωρίς να βγάζουν φλας στην αδιαφορία τους. Με ένα like κολλημένο στο πίσω τζάμι της πορείας τους γεμίζουν καυσαέριο το στόμα μου και απροετοίμαστη σκοτώνομαι στην βιαστική κριτική τους. Ακατάστατη με υποδέχεται το άπειρο με το υδάτινο σύμφωνό του σε πλήρη σύγχυση. Πανικόβλητη ψάχνω γύρω μου κομμάτια. Πάντα κάποιο απουσιάζει, εξόριστο στο αυτοκόλλητο της αρέσκειας σουφρώνει κοροιδευτικά τα χείλη και τραγουδάει τον εθνικό ύμνο της κατάργησης.


Εγώ;

Λάφυρο δειλό στο κοντάρι της μεσίστιας σημαίας πεθαμένων εθνών.


Κάνω κόντρες στα φανάρια της απόγνωσης. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να πιάσω την στιγμή, με προλαβαίνει ολόκληρο το γεγονός. Και με λύπη ανακοινώνω στα παροδικά μου πως είμαι πιστή του χρόνου ψηφοφόρος.

Πνίγομαι στην προστιθέμενη φορολογική απελπισία των συνταξιδιωτών μου. Εκείνοι πληρώνουν τα τέλη κυκλοφορίας μου κι ας μη προλαβαίνω την ταχεία προς την νομιμοποίηση της υποτέλειας.


Ανέκαθεν με τρομοκρατούσε η χαπακωμένη ομορφιά που μηνύουν

μάτια προς ενοικίαση. Ευτυχώς με δάκτυλα ιδιόκτητα σφίγγω το τιμόνι κι ας σκέβρωσε η ταξιδιάρικη πλάτη.

Και καθώς γερνώ ή γέρνω δεν μπορώ, φίλε μου, να μην σκέφτομαι τα μνησίκακα βαγόνια που αντάμωσα καθώς ξεκούραζα τις ώρες στης κουρασμένης προσδοκίας τους συμφεροντολογικούς σταθμούς.

Μισή με γνώρισαν ολόκληρη με μίσησαν.


Αλλά το μίσος τους δεν κάλυψε την νοσταλγία
.

Όταν συνταξιοδοτήσω την ηλικιωμένη αγωνία θα αυτοκτονήσω στο αυτοκίνητο εισπνέοντας με ολόκληρη πριν γίνω η διαιρεμένη ανάμνηση της αποχαυνωμένης ομορφιάς κατεδαφιζόμενων ματιών.



Κάποτε έρχεται η στιγμή
που διεκδικείς το δικαίωμα της απομάκρυνσης

από εκείνα που δεν θέλησες




Μαρία Ροδοπούλου

29 Οκτ 2010

Γόρδια Όνειρα



Με μια παλιά σφενδόνα στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας

σημάδευε τα ορφανά σκελετωμένα παιδιά

όταν απρόσκλητη Λυδία με ξυρισμένα τα απολλώνεια μάτια της κατέφτασε.

Κοντή αδύνατη , κακοκουρεμένα καστανά μαλλιά

με 45 και κάτι – έρχεται στιγμή που κουράζεις τις στατιστικές –

προβλέψεις για τα ανεμπόδιστα στις πλάτες της.

Βόλεψε τα χέρια πάνω στα μανταρισμένα γόνατα
.
Στα ξέφτια τους διέκρινες σκουριασμένο αίμα και στους αστράγαλους βλέφαρα πεσμένα.


«Δεν μελαγχολώ. Συνήθως στεγάζομαι κάτω από τα κράσπεδα ματαιωμένων πυρκαγιών. Στα κρυφά παρακολουθώ. Είμαι το μαύρο κουτί του πύργου ελέγχου όλων εκείνων των αεροπλάνων που κρίθηκαν ακατάλληλα προς πτήση. Ο,τι υπάρχει κάτω από την στριφωμένη αγωνία το γράφω με τούτα εδώ τα ανώνυμα δάκτυλα. Μετά αποτραβιέμαι στα πιο σκοτεινά τούνελ των υπονόμων τους. Καταμετρώ τα ληξιπρόθεσμα γεγονότα των ακυρώσεων ή αν θες των έγκαιρα προγραμματισμένων αμβλώσεων και τοκίζω τους πιο συνεπείς. Γίνομαι η τροφός εξαντλημένων αποδόσεων. Αλλά ω Κύριε πως ζέχνει το χνώτο τους.»

«Εγώ δεν αρκέστηκα στην δανειοληπτική ικανότητά μου. Σκέφτηκα να γίνω ελεύθερη επαγγελματίας, ανεξάρτητη των χρηματιστηριακών παιγνιδιών όπου οι μετοχές της δυστυχίας εξαρτώνται από την αγοραστική μανία των εξ αγχιστείας καταναλωτών καλοραμένης μοναξιάς. Γι αυτό άφησα τα παιδιά μου να πεθαίνουν της πείνας αλλά τα λυπάμαι γι αυτό τα σκοτώνω ένα ένα με τούτα εδώ τα χειροποίητα δάκτυλα. Δεν αντέχω τους βαρείς δακτυλισμούς που ακούγονται σε κάθε γωνία της πόλης. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής που μου δώρισε κάποτε ο Θεός σε μια μοναδική στιγμή σπατάλης έχουν ξεθωριάσει στο πλευρό των ασημένιων λαμπερών πληκτρολογίων.
Ετσι έφτασα εδώ. Και συνεχίζω την χειρόγραφη σκοποβολή επί των υπερχρεωμένων παιδιών μου»

«’Εψαχνα το χνώτο σου και αυτό με οδήγησε σε σένα. Αλλά γιατί αγαπημένη εσύ με αρνείσαι;»


Της έδειξε την λυγερή πλεξούδα που είχε κρυμένη σε ένα σακούλι γεμάτο καλούδια.


"Για κοίτα. Δεν μπόρεσα ποτέ να λύσω τα γόρδια όνειρα. Και έτσι τα έκοψα.

Κοίταξέ με, απόσωσε τείνοντας άθεο κεφάλι μπροστά. Κοίταξέ με!
Το ίδιο απαράδεκτο κούρεμα έχουμε εγώ και εσύ.


«Ποτέ δεν μας χωρούσε και τις δύο η απάντηση» είπε σημαδεύοντας την με την θανάσιμη σφενδόνα της.


Και όλα αυτά συνέβησαν πριν ο τελευταίος κεραυνός πέσει, στα κατάχαμα πεσμένα, άλυτα μαλλιά τους.


Υ.γ


Ελεύθερα περάστε

δοκιμάστε

πάρτε


Σκοπεύσατε Ελεύθερα


all you can take is for free

Δεν αγοράζουμε δεν πουλάμε


Αλλά να θυμάστε


«Το κρέας δικό σας

Τα κόκκαλα δικά μου» (Ν.Κ)


Σας φιλώ


Με δικαιολογημένη υπεροψία

ποτέ δική σας


Η χειρόγραφη κακοκουρεμένη ουτοπία



Μαρία Ρ.

26 Οκτ 2010

Do(r)chas


αμετάφραστοι αγαπιόμαστε ...

Στα νιάτα μου - πάνε χρόνια θαρρώ- διάβασα ένα βιβλίο με ιρλανδέζικους μύθους.
Εκεί έσφιξα τα χέρια με την λέξη
dorchas – ελπίδα.
Όλα τα υδάτινα της έννοιας συμφιλιωμένα με το τραχύ της γης που είχε μάθει να μετουσιώνει το αίμα, που χυνόταν άπλετο, σε ζωή. Όπως η δική μας γη, έθαβε τους νεκρούς της αλλά μέσα από το λιπαρό χώμα ανέθρεφε ανθρώπους. Τελικά, δεν ερχόμαστε δεμένοι με τον τόπο που έτυχε να πατήσουμε, όπως θέλουμε να πιστεύουμε ή όπως μας συμφέρει να είναι αλλά σφιχταγκαλιασμένοι είμαστε με την συλλογική μνήμη. Και όσες και αν είναι οι διαφορές μας , ακόμα περισσότερες είναι οι ομοιότητες. Νομίζω ότι αυτό λέγεται ανθρωπότητα. Κι αν πολλοί λένε πως δεν είμαστε μια πυραμίδα στο τέλος του χρόνου τότε πως αλλιώς λέγεται το καρδιογράφημα της αιωνιότητας; Χωρίς να καταργούμε την σημασία της κάθε εποχής, τι θα ήταν η κάθε μία από αυτές αν μόνη της κούρσευε το σύμπαν;

Με βλέπω μέσα από τα μάτια των περαστικών, μέσα από το διστακτικό χαμόγελο των λιγοστών παιδιών στις παιδικές χαρές (τι όμορφα που έχεις απλώσει τα δίχτυα σου, Φόβε), στα σάπια φύλλα του χειμώνα. Θέλετε να είμαι ρομαντική; Να σας πω ότι λατρεύω την εποχή του θανάτου γιατί ακολουθεί η εποχή της αναγέννησης; Τίποτε δεν γεννιέται από νεκρό. Τίποτα δεν ανασαίνει με πνευμόνια στερημένα οξυγόνο. Οι αμυγδαλιές μπορεί να φαίνονται στείρες μα εγκυμονούν άνοιξη. Τα αμπέλια είναι γυμνά αλλά δεν είναι νεκρά. Τα ακούω. Καθώς τεντώνουν τις διονυσιακές τους ρίζες βαθιά, μυστικά στο χωμάτινο νέκταρ. Δεν αφουγκράζομαι όμως τους ανθρώπους στα διπλανά σπίτια. Ω μπορεί να ακούω τον ρόγχο τους όμως δεν μυρίζω την αναπνοή τους. Και έτσι περπατώ. Καμιά φορά έχω την εντύπωση πως ποτέ μου δεν σταματώ. Ακόμα και όταν ανάβω τσιγάρο αντί για μένα κινείται η καύτρα. Αεικίνητη. Ακούραστη. Πες μου γιατί η μοναξιά ποτέ δεν στέκεται σε ένα σημείο; Ίσως γιατί η λέξη δεν αρκείται σε 5 δάκτυλα. Για να την μετρήσεις πρέπει να κοιτάξεις λίγο πιο δίπλα από το ένα σου χέρι. Έχει 7 γράμματα , θεϊκός λένε αριθμός.

Γι αυτό και προτιμώ την ξένη μετάφραση της ελπίδας. Dorchas, ισοπαλία σε έσχατο αγώνα με την μοναξιά. Και ξέρω πως κάποια μέρα θα σταθώ ακίνητη για να απολαύσω τον θρίαμβο της μη μεταγλωττισμένης ψυχής μου. Ο θάνατος εξάλλου στην δική μου αμετάφραστη γλώσσα έχει 6 γράμματα. Είμαι σίγουρη ότι σε άλλα λεξικά είναι ηττημένος ήδη …


Μαρία Ρ.


Επεξήγηση

Η λέξη Dorchas στα gaelic σημαίνει σκοτάδι Η λέξη Dochas σημαίνει ελπίδα.
Είχε δίκαιο ο Νίτσε όταν είπε πως οι ποιητές λένε ψέμματα.


17 Οκτ 2010

Ημέρα Πολιορκίας 409η



Το δωμάτιο ξεχειλώνει την ώρα που σκαλίζεις στο ξύλο του κρεβατιού «ημέρα 409η». Τότε μετράς 30 ευτυχισμένα βήματα από το προσκέφαλο μέχρι την μπαλκονόπορτα. Τίποτα δεν πετάς. Ακόμα και το μαξιλάρι είναι μια απόσταση. Ανοίγεις με φόβο τις κουρτίνες, μη τυχόν αντικρύσεις,πάλι, γυμνό δεσμοφύλακα. Χαμογελάς στην ανατολή και τραβάς μια γερή τζούρα ξημερώματος στα πνευμόνια σου.
Στο βάθος μια γάτα κρύβεται στο πυκνό χορτάρι. Παίζει για λίγο με τα έντομα της χαραυγής κάνοντας την ανήξερη αλλά στην πραγματικότητα παραφυλά. Ανύποπτη καρακάξα λίγο πιο πέρα τσιμπολογάει ξένοιαστα. Η ουρά της μακριά, βαμμένη μαύρη για το πένθος των ανθρώπων αλλά με το πέρασμα των αιώνων ανθολόγησε οδύνη θάλασσας και δάσους, κουρασμένος πλοηγός. Ανήμπορη παρακολουθείς την θανάσιμη επίθεση της ακούραστης κυνηγού.

Το λάθος είναι ότι αρνείσαι την εμπειρία στην όραση και σκύβεις το βλέμμα στον καρπό σου. Σε πονάει το βραχιόλι στο αριστερό σου χέρι. Απορημένη το κοιτάς φέρνοντάς το πιο κοντά για να διαβάσεις την λέξη που έχει στο ασημένιο σώμα του χαραγμένη. Ripetizione. Μέχρι τότε έχεις χάσει πολύτιμο χρόνο. Λαμπαδηφόροι κλητήρες εμφανίζονται από το πουθενά και χτίζουν το μοναδικό σου άνοιγμα. Εσύ, δακρυσμένη, φοράς την πορφυρή σου εσθήτα και περιμένεις. Τι φορτίο κι αυτό για ένα δωμάτιο μικρό. Κάθε φορά που εσύ πλένεις τα μάτια του πόντιου πιλάτου να γίνεται ο ένστολος τιμωρός σου. Το πάτωμα γίνεται σαθρό καθώς 409 ρωγμές, συντονισμένη χορωδία, εμφανίζονται στους τοίχους. Από μέσα τους, πράσινο έλος χύνεται ακαταπαύστα. Κινούμενη άμμος καλύπτει σιγά σιγά τον χώρο και εσύ όλο βυθίζεσαι μέσα της. Απεγνωσμένη κουνάς χέρια και πόδια αλλά ξεχνάς πως μόνο η ακινησία βοηθά να επιπλέεις στης χολής τον βούρκο. Μέχρι που καλύπτει το στόμα σου και καταπίνεις ό,τι νεκρό σου προσφέρεται άφθονα. Τα μάτια, παραιτημένοι διαιτητές, μένουν ορθάνοιχτα στον πνιγμό.

Ξυπνάς ιδρωμένη. Τα μαλλιά σου κολλάνε στο μέτωπο και μια ύποπτη μυρωδιά βγαίνει από το κορμί σου. Το στόμα σου στεγνό από τα πεθαμένα που το τάιζαν τα όνειρα.
Ανασηκώνεσαι και κοιτάς το ξύλο του κρεβατιού. 408 ημέρες, λες δυνατά. Μετά σκύβεις, παίρνεις το σουγιαδάκι που έχει όλη την κατανόηση στην μικρή λάμα του γραμμένη και χαράζεις φωναχτά «Ημέρα 409η»

Ποτέ δεν κοιτάς τον καρπό σου...


Μαρία Ρ.

Dark Virtual Poetry

Dark Virtual Poetry σημαίνει αποκάλυψη της Σκοτεινής Ανθρώπινης Πλευράς. Δεν στοχεύει στην Εσταύρωση Πιστεύω ούτε στη γελοιοποίηση Ηθών. Δεν υποκύπτει όμως στους συντηρητικούς ευνούχους, αξιολύπητα τέκνα μιας ανέραστης, νεκρής κοινωνίας. Δεν διαφημίζει , δεν ψάχνει για οπαδούς. Ίσα Ίσα τους απεχθάνεται . Ενδιαφέρεται Μόνο για αληθινούς φίλους αναγνώστες. Σκοπός της Μαρίας Ρ. η Απομυθοποίηση Ανθρώπων και Θεών.Δεν υπάρχει προορισμός και οι διαδρομές είναι ασχημάτιστες.

Η Γη πυρπολείται απο υπ-ανθρώπους αλλά εμείς ακόμα υπάρχουμε και κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη ξιφολόγχη των λέξεων

Αλλά πάντα
υπάρχει το αύριο
που γεννά νέες προσδοκίες
νέα αινίγματα
νέα θαύματα

Σήμερα θ’ αρκεστούμε
στη σιωπή


Μ.Ρ
Οι υποτελείς μέρες
σπαταλώνται άνετα
στην αυτοτελή μας δυστυχία
καθώς τρέφονται
τα γύφτικα ερπετά
απ'την αυτάρκεια
του πόνου μας


Μ.Ρ.

Alex Papadiamantis

Blog Archive