Κατάλαβε ότι είχε ξημερώσει
από τις σταλαγματιές
που κυλούσαν νωχελικά στο παράθυρο
Όλοι οι δρόμοι
ρευστοποιημένοι
χαμένοι
διαγραμμένες πορείες
Όχι δεν ήταν βροχή
οι δικές της σταγόνες ήταν πια κίτρινες
σαν να έφτυνε φλέμα ο ουρανός
κι Εσύ ετοιμοθάνατος;
Ή μήπως…;
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι
εκείνο έτριξε ανυπόμονα
στάθηκε στο παράθυρο
ανδρείκελο τοπίο
κατάματα την κοίταξε
έφερε στα χείλη μια ξεθωριασμένη κούπα
και υποκρίθηκε ότι έπινε καφέ
Είχε τελειώσει μέρες τώρα
αλλά μια μυρωδιά απόμακρη σαν τον θεό
ακόμα την σαγήνευε
Κάτω από την μουριά
κάτι σαπισμένο
ένα κοράκι προγευμάτιζε
σιτεμένη σάρκα
βγαλμένα μάτια
μαυρισμένη γλώσσα
ένα περίστροφο
στο κράσπεδο σπασμένου πεζοδρομίου
άδειοι κάλυκες
τόσες εκδοχές
αλλά η φρίκη μία
Παλιά
τρύπια
μαδημένη ρεντιγκότα
Κανείς δεν διανυκτερεύει
συνήθως
στην αιωνιότητα
Εκτός από τους νεκρούς σταθμάρχες
μέχρι χθες
άκουγε έναν από αυτούς
Όλη μέρα πυροβολούσε
γελούσε σαν πεινασμένη ύαινα
Τι γλαφυρό σκέφτηκε
φέρνοντας την βρώμικη κούπα στα χείλη
Οι χθεσινοί συνδαιτυμόνες
σημερινό πρόγευμα
Ακόμα κι ο τρόμος
έχει μια χροιά χιούμορ
έστω και θανατηφόρου
Μαρία Ροδοπούλου