Θα ‘ναι
μεσημέρι
ο ήλιος θα πνίγεται στην ανελέητη άσφαλτο
κάπου ένας μικρός θεός θα πεθαίνει ξανά και ξανά
μες στα γραφεία
μες στα πρωτόκολλα
και στα χαρτόσημα
δηλητηριασμένος από την γραφειοκρατία της μονοτονίας
θα πέφτει από τον έβδομο όροφο
έκπτωτος της ίδιας του της αγάπης
Το αναιμικό αγέρι θα παρασέρνει βαριεστημένα
τις διακηρύξεις που δεν πίστεψε ούτε ο ίδιος
Η μαγνητοφωνημένη κραυγή του
θα παίζεται για μήνες
σύμβολο μιας ακόμη ανούσιας εξέγερσης
Θα είναι μεσημέρι
η μητέρα θα χαϊδεύει αφηρημένη την απώλεια
καθώς θα διαβάζει για το μικρό κορίτσι
που χάθηκε στο τσιμεντένιο δάσος
Εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις»
Κι εγώ θα σκάβω βαθιά στο χώμα
για ν’ αφουγκραστώ όλα εκείνα
που έπαιζαν κρυφτούλι τις νύχτες
Θα είναι μεσημέρι
τα παιδιά θα τσαλαβουτούν στην θάλασσα
θα χτίζουν κάστρα στην άμμο
με πυργίσκους τ’ αποτσίγαρα
και τάφρους τα πλαστικά κυπελάκια
Η ωραία κοιμωμένη θα είναι μακριά
στην παγωμένη χώρα
οι δράκοι θα κλαίνε πάνω
από τους βρώμικους πυργίσκους
Ο κοιλαράς πατέρας τους
θα κατεβάζει τις μπύρες
σαν παραδομένος γλάρος στην μαύρη κηλίδα
που άφησε το κρουαζιερόπλοιο
με τους φωνακλάδες τουρίστες πίσω του
Από τα μεγάφωνα θα ακούγεται το τελευταίο
«χιτ» της εποχής
οι σερβιτόρες θα ισιώνουν
την κούραση στα μπράτσα τους
και θα παραχώνουν το λιγδιασμένο φιλοδώρημα
ανάμεσα στα ιδρωμένα στήθια τους
Θα είναι μεσημέρι καλοκαιριού
εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις»
αλλά τα φθινοπωρινά φύλλα
θα πέφτουν ασυγκράτητα
από τα κλειδωμένα μάτια μου
κι εσύ ποτέ δεν θα μάθεις
πόσα καλοκαίρια έζησα στο βλέμμα σου
Μαρία Ροδοπούλου
You will never know
ο ήλιος θα πνίγεται στην ανελέητη άσφαλτο
κάπου ένας μικρός θεός θα πεθαίνει ξανά και ξανά
μες στα γραφεία
μες στα πρωτόκολλα
και στα χαρτόσημα
δηλητηριασμένος από την γραφειοκρατία της μονοτονίας
θα πέφτει από τον έβδομο όροφο
έκπτωτος της ίδιας του της αγάπης
Το αναιμικό αγέρι θα παρασέρνει βαριεστημένα
τις διακηρύξεις που δεν πίστεψε ούτε ο ίδιος
Η μαγνητοφωνημένη κραυγή του
θα παίζεται για μήνες
σύμβολο μιας ακόμη ανούσιας εξέγερσης
Θα είναι μεσημέρι
η μητέρα θα χαϊδεύει αφηρημένη την απώλεια
καθώς θα διαβάζει για το μικρό κορίτσι
που χάθηκε στο τσιμεντένιο δάσος
Εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις»
Κι εγώ θα σκάβω βαθιά στο χώμα
για ν’ αφουγκραστώ όλα εκείνα
που έπαιζαν κρυφτούλι τις νύχτες
Θα είναι μεσημέρι
τα παιδιά θα τσαλαβουτούν στην θάλασσα
θα χτίζουν κάστρα στην άμμο
με πυργίσκους τ’ αποτσίγαρα
και τάφρους τα πλαστικά κυπελάκια
Η ωραία κοιμωμένη θα είναι μακριά
στην παγωμένη χώρα
οι δράκοι θα κλαίνε πάνω
από τους βρώμικους πυργίσκους
Ο κοιλαράς πατέρας τους
θα κατεβάζει τις μπύρες
σαν παραδομένος γλάρος στην μαύρη κηλίδα
που άφησε το κρουαζιερόπλοιο
με τους φωνακλάδες τουρίστες πίσω του
Από τα μεγάφωνα θα ακούγεται το τελευταίο
«χιτ» της εποχής
οι σερβιτόρες θα ισιώνουν
την κούραση στα μπράτσα τους
και θα παραχώνουν το λιγδιασμένο φιλοδώρημα
ανάμεσα στα ιδρωμένα στήθια τους
Θα είναι μεσημέρι καλοκαιριού
εσύ θα φωνάζεις «μην φεύγεις»
αλλά τα φθινοπωρινά φύλλα
θα πέφτουν ασυγκράτητα
από τα κλειδωμένα μάτια μου
κι εσύ ποτέ δεν θα μάθεις
πόσα καλοκαίρια έζησα στο βλέμμα σου
Μαρία Ροδοπούλου
You will never know