Περιπλανιέσαι
στα σκονισμένα
παλάτια του μυαλού σου
σημαδεύοντας το ένα όνειρο μετά το άλλο
Μέσα στις αίθουσες
με τους σβηστούς πολυέλαιους
και στα κέρινα ομοιώματα του χρόνου
που σμίλεψε το αίμα των ζωντανών
αναζητάς την έξοδο
από τον μοναδικό σου εφιάλτη
Tην αιωνιότητα της ψυχής σου
που τρέφεται από τα Φαντάσματα
των που κάποτε διάβαιναν τα μαρμάρινα πατώματα
και με τις μάσκες δράματος στα ανύπαρκτα προσωπεία τους
όπλισαν το χέρι σου με μαχαίρι δανεικό
Με τις σκιές
που κρέμονται στα μαραμένα στήθη
της αλλοτινής σου ομορφιάς
παρανομείς
παλάτια του μυαλού σου
σημαδεύοντας το ένα όνειρο μετά το άλλο
Μέσα στις αίθουσες
με τους σβηστούς πολυέλαιους
και στα κέρινα ομοιώματα του χρόνου
που σμίλεψε το αίμα των ζωντανών
αναζητάς την έξοδο
από τον μοναδικό σου εφιάλτη
Tην αιωνιότητα της ψυχής σου
που τρέφεται από τα Φαντάσματα
των που κάποτε διάβαιναν τα μαρμάρινα πατώματα
και με τις μάσκες δράματος στα ανύπαρκτα προσωπεία τους
όπλισαν το χέρι σου με μαχαίρι δανεικό
Με τις σκιές
που κρέμονται στα μαραμένα στήθη
της αλλοτινής σου ομορφιάς
παρανομείς
Φορτωμένη
με μια και μοναδική
Ερινύα σαν κακομούτσουνο στοιχειό στην πλάτη
πυρπόλησες τον Οίκο και ξεδίψασες την πείνα
Σα λυσσασμένη πόρνη
κυλίστηκες στις εκσπερματωμένες παραλίες
των άνομων πόθων
Τα επτά σου πέπλα ανέμιζαν
κάτω από την βροχή των αστεριών
καθώς ηδονοβλεψίας ήσουν
του ορίζοντα που φλεγόταν προς τη μεριά της Τροίας.
Ερινύα σαν κακομούτσουνο στοιχειό στην πλάτη
πυρπόλησες τον Οίκο και ξεδίψασες την πείνα
Σα λυσσασμένη πόρνη
κυλίστηκες στις εκσπερματωμένες παραλίες
των άνομων πόθων
Τα επτά σου πέπλα ανέμιζαν
κάτω από την βροχή των αστεριών
καθώς ηδονοβλεψίας ήσουν
του ορίζοντα που φλεγόταν προς τη μεριά της Τροίας.
Kι όμως αναρωτιέμαι
Σε έστεφαν οι δαίμονες του ουρανού
ή όλα τελικά ένα καλοστημένο Σχέδιο των Θεών ήταν;
Σε έστεφαν οι δαίμονες του ουρανού
ή όλα τελικά ένα καλοστημένο Σχέδιο των Θεών ήταν;
Mα ύαινα πάντα ήσουν
και αυτούς που τα στήθια σου βύζαξαν
σαν μνημεία ήττας τ’ απέρριψες,
φίδια που σέρνονται με κομμένη την ουρά
χοές τα έκαμες στης Εκάτης τον βωμό
και αυτούς που τα στήθια σου βύζαξαν
σαν μνημεία ήττας τ’ απέρριψες,
φίδια που σέρνονται με κομμένη την ουρά
χοές τα έκαμες στης Εκάτης τον βωμό
και που
’μαι εγώ που διψάω
να ξεπλύνω το παρθενικό κορμί
στο πορνευμένο αίμα σου;
να ξεπλύνω το παρθενικό κορμί
στο πορνευμένο αίμα σου;
Που είμαι
τα μαύρα ρούχα να γυμνωθώ
και να αφήσω τον Εφιάλτη σου
πρώτος εραστής μου να γενεί;
τα μαύρα ρούχα να γυμνωθώ
και να αφήσω τον Εφιάλτη σου
πρώτος εραστής μου να γενεί;
Να κυλιστώ
πάνω στο νεκρό κορμί σου
για να γνωρίσω τον έρωτα Του Άδη;
για να γνωρίσω τον έρωτα Του Άδη;
Σε γάμο
αιώνια μαζί του να δεθώ
και να τρέφομαι από το φάντασμα Σου
Να χτενίζω τα μαλλιά με τα άσαρκα οστά σου
Να σύρω την άθλια σου ύπαρξη στις ερημιές του κόσμου
που νέκρωσες με τα ίδια σου τα χέρια
και να τρέφομαι από το φάντασμα Σου
Να χτενίζω τα μαλλιά με τα άσαρκα οστά σου
Να σύρω την άθλια σου ύπαρξη στις ερημιές του κόσμου
που νέκρωσες με τα ίδια σου τα χέρια
Να διορίσω
τα κοράκια σαν νόμιμους νεκροπομπούς σου
Γιατί το μόνο που αρμόζει σ’ αυτούς
που την ζωή των άλλων βλασφημούν
είναι τροφή οι ίδιοι να γενούν
στα αχόρταγα όρνεα των 12 δαιμόνων
Δώσε μου την δύναμη, αιμοδιψή θεέ μου,
θυσία σε κύπελλο βασιλικό
το αίμα της να σου προσφέρω,
το μαχαίρι της που δανεικό το είχε
από το σκουλήκι που σύχναζε
στα κλεμμένα σεντόνια
δικό μου το έκαμα και περιμένω την νύχτα
που στο ματοβαμμένο ξένο σπέρμα σου
το φεγγάρι θα βουτήξω
Γιατί το μόνο που αρμόζει σ’ αυτούς
που την ζωή των άλλων βλασφημούν
είναι τροφή οι ίδιοι να γενούν
στα αχόρταγα όρνεα των 12 δαιμόνων
Δώσε μου την δύναμη, αιμοδιψή θεέ μου,
θυσία σε κύπελλο βασιλικό
το αίμα της να σου προσφέρω,
το μαχαίρι της που δανεικό το είχε
από το σκουλήκι που σύχναζε
στα κλεμμένα σεντόνια
δικό μου το έκαμα και περιμένω την νύχτα
που στο ματοβαμμένο ξένο σπέρμα σου
το φεγγάρι θα βουτήξω
Αλίμονο, δύσμοιρη
μάνα!
Δεν γνώριζες πως τούτη η έσχατη Οχιά,
που με την βία ξεκόλλησες από την γαλακτερή σου ρώγα
το δηλητήριο φύλαγε σαν παρθενικό υμένα
κάτω από γλώσσα ροδαλή
μα έλα πιο κοντά . . . ακόμα πιο κοντά
μαζί, φόνισσα, θα γευτούμε το κρασί του Αχέροντα
μόνο που λυπάμαι
αλλά ο βαρκάρης έχει πληρωθεί
μόνο για μια από τις δυο μας
Δεν γνώριζες πως τούτη η έσχατη Οχιά,
που με την βία ξεκόλλησες από την γαλακτερή σου ρώγα
το δηλητήριο φύλαγε σαν παρθενικό υμένα
κάτω από γλώσσα ροδαλή
μα έλα πιο κοντά . . . ακόμα πιο κοντά
μαζί, φόνισσα, θα γευτούμε το κρασί του Αχέροντα
μόνο που λυπάμαι
αλλά ο βαρκάρης έχει πληρωθεί
μόνο για μια από τις δυο μας
Σώπανε, πατέρα,
θ' ακούσουν οι θνητοί
τους οδυρμούς σου
έχει πια κι ο άνεμος αυτιά προδοσίας
σώπανε και άσε το δάκρυ μου
το στεγνό σου τάφο να ποτίσει
τους οδυρμούς σου
έχει πια κι ο άνεμος αυτιά προδοσίας
σώπανε και άσε το δάκρυ μου
το στεγνό σου τάφο να ποτίσει
Έρχεται η
στιγμή που οι νεκροί
μες απ’τα χέρια μου, φωνή θ’ αποκτήσουν
μες απ’τα χέρια μου, φωνή θ’ αποκτήσουν
Μαρία
Ροδοπούλου