Πάλι φυγή με στόλισες στους χειμερινούς σου φράχτες
Μην με επισκέπτεσαι
με μάτια χειμωνιάτικα
και με λιακάδες μαγκωμένες
στις σταυρωμένες χούφτες σου
κρυμμένες
Ετούτη η φορεσιά
γνώρισε πρόβες πολλές
μα ποτέ δεν είχε την τιμή
Όσο χρόνο ψυχορραγούσε τ’ όνειρο
τόσο οι άδειες τσέπες
τα πέλαγα νοσταλγούσαν
Κι ας έμεινε απομίμηση κάτι καινούργιου
Αν πτυχές τσαλακωμένες
για κάστρο απόρθητο λάθεψες
ίσως δεν φταις εσύ
αλλά τα μαύρα γυαλιά
που σου δώρισε εκείνη
μια μέρα χιονισμένη
και ώρα απόκληρη αυγής
Μην με σκέφτεσαι, λοιπόν,
με σαστισμένο βλέμμα
και βερεσέ ξημέρωμα
στ' απρόθυμά σου χείλη
Ετούτη την βροχή
σε υφαίστειους υπόνομους
την σύστησαν πολλοί
όμως ποτέ δεν έσφιξε τα χέρια της
με της θάλασσας την μνήμη
Κι όσο κι αν οι στάλες της
στο χώμα σπαταλιούνται
δεν της αξίζουν μονόπρακτα στεριάς
Μαρία Ροδοπούλου