η κι η μαυροφορεμένη φιγούρα της
μητέρας φαινόταν σαν μια σκιά που είχε αποκτήσει σάρκα και οστά. Πάνω από τα
μαύρα ρούχα φορούσε πάντα μια άσπρη ποδιά. Δικαιολογούταν πως δεν είχε ποτέ
φτιάξει μαύρη ποδιά γιατί η νοικοκυρά που θέλει όχι μόνο να είναι αλλά και να
φαίνεται καθαρή φτιάχνει πάντα ανοιχτόχρωμες ποδιές. Εγώ όμως γνώριζα ότι για
εκείνη ακόμα και αυτή η ανούσια παρατυπία ήταν μια ανάσα από το πένθος.
Μαγειρεύαμε ίσαμε που έπιανε ο εσπερινός και ακούγαμε την καμπάνα να χτυπά.
Τότε λύναμε τις ποδιές, ξεσκονίζαμε τα ρούχα με μια παλιά βούρτσα και
χτενίζαμε σε σφιχτή πλεξούδα η μία τα μαλλιά της άλλης. Πριν φύγουμε για την
λειτουργία είχαμε στρώσει το τραπέζι για να το 'βρουν έτοιμο οι μνήμες μας.
Χορτόπιτα, κρεατόπιτα, φρέσκο ζυμωμένο ψωμί, ντολμαδάκια και δροσερό κρασί στην
καλή πήλινη κανάτα. Το βράδυ γυρνούσαμε αποκαμωμένες. Το τραπέζι έμενε άθικτο μέχρι το επόμενο πρωί όπου ερχόταν μια γυναίκα από το χωριό, η κυρά Παναγιώτα και έπαιρνε τα φαγητά για
τους φτωχούς. Και εμείς αρχινούσαμε πάλι από την αρχή το μαγείρεμα. Ήταν οι
μέρες που οι πέτρες είχαν μετακομίσει στο κρεβάτι μας και εμείς στρώναμε στο
πάτωμα και κοιμόμαστε αγκαλιασμένες. Που και που άκουγες στην σιγαλιά της
νύχτας τον λυγμό της μιας ή της άλλης ή το κλάμα της μικρής παρείσακτης λίγο
πιο κει αλλά το πρωί πριν ακόμα χαράξει κινούσαμε μαζί να μαγειρεύουμε. Για
όλους εκείνους που είχαν ξεχάσει να πάρουν τις πέτρες τους φεύγοντας μακριά,
εμείς δεν είχαμε τίποτα άλλο να προσφέρουμε παρά χωμάτινο ψωμί ζυμωμένο με τον
θρήνο μας. Για σαράντα μέρες και σαράντα
νύχτες πεθαίναμε στο πλάι τους ξανά και ξανά.
Και τώρα την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη κάθομαι έξω και γράφω στο τετράδιο που μου είχες χαρίσει, αδερφέ μου. Εκεί που μου έλεγες ότι μπορώ να βγάζω τις σκιές στο λευκό χαρτί και να τις κοροϊδεύω όσο θέλω. Τώρα παίζουν κρυφτό, αγαπημένε, και με περιγελάνε. Αλλά είναι τρυφερές μαζί μου. Με αγαπάνε κι αν γελάνε μαζί μου είναι γιατί ακόμα δεν γνωρίζω. Μου δείχνουν τα πάντα. Μου δείχνουν ποιος φταίει. Ποιος πάντα έφταιγε. Κι έχω αρχίσει να θυμώνω. Θυμώνω πολύ. Μια παγωμένη φωτιά ξεκινά από τις άκρες των ποδιών μου και απλώνεται παντού απειλώντας να με αφανίσει. Σκέφτομαι την επόμενη φορά να μη χρησιμοποιήσω το χρυσό κλειδί αλλά το άλλο που κάνει στάχτη τα όνειρά μου. Πίσω από τις σκιές είναι αυτός. Και ίσως είναι ο μόνος που μπορεί να μου πει γιατί. Η μητέρα κάθε βράδυ αφήνει ένα μικρό καντήλι αναμμένο στο παράθυρο που βλέπει προς την μεριά της θάλασσας . Προς τη μεριά εκείνης που σας πήρε μαζί της. Η μητέρα λέει πως έτσι δεν σας αφήνουμε να ξεχνάτε την παρουσία μας, λέει πως είμαστε ο φανός σας στα υγρά σκοτάδια της. Δεν την πιστεύω. Πώς είναι δυνατόν μια τόσο δα μικρή φλόγα να διαπερνά τις σκιές της νύχτας που όλο και θεριεύουν; Και πώς μπορεί να συνεχίζει να θεραπεύει τους άλλους όταν εσείς δεν υπάρχετε πια; Πώς μπορεί κι ανασαίνει όταν εσείς ούτε μισή αναπνοή ζωής δεν έχετε, πια, στα μάτια σας; Μας είχαν αφήσει για λίγο ήσυχες. Αλλά τώρα έρχονται πάλι για να ζητιανέψουν την ανακούφιση. Έστω κι αν με φοβούνται. Έστω κι αν σταυροκοπιούνται όταν περνάνε το κατώφλι του σπιτιού μας. Τους περιφρονώ και τους φθονώ. Μες στην αφέλεια τους, μες στην καταραμένη αθωότητα της περιορισμένης όρασής τους είναι ευτυχισμένοι. Σαν αυτή που η μητέρα λέει ότι είναι αδερφή μου. Πως είναι δυνατόν αυτό το χλωμό, μισότυφλο πλάσμα που δεν έχει ούτε φως μήτε ίσκιο να είναι αδερφή μου; Γι αυτό σου λέω, αίμα μου, είμαι θυμωμένη. Είμαι πολύ θυμωμένη. Η μητέρα νομίζει ότι δεν την καταλαβαίνω όταν έρχεται τα βράδια που κοιμάμαι και ακουμπάει τα φλεγόμενα χέρια της στο στήθος μου. Προσπαθεί να διώξει τον πυρετό αλλά είναι αργά.
Κι ίσως ποτέ δεν ήταν νωρίς.
Μαρία Ροδοπούλου
Και τώρα την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη κάθομαι έξω και γράφω στο τετράδιο που μου είχες χαρίσει, αδερφέ μου. Εκεί που μου έλεγες ότι μπορώ να βγάζω τις σκιές στο λευκό χαρτί και να τις κοροϊδεύω όσο θέλω. Τώρα παίζουν κρυφτό, αγαπημένε, και με περιγελάνε. Αλλά είναι τρυφερές μαζί μου. Με αγαπάνε κι αν γελάνε μαζί μου είναι γιατί ακόμα δεν γνωρίζω. Μου δείχνουν τα πάντα. Μου δείχνουν ποιος φταίει. Ποιος πάντα έφταιγε. Κι έχω αρχίσει να θυμώνω. Θυμώνω πολύ. Μια παγωμένη φωτιά ξεκινά από τις άκρες των ποδιών μου και απλώνεται παντού απειλώντας να με αφανίσει. Σκέφτομαι την επόμενη φορά να μη χρησιμοποιήσω το χρυσό κλειδί αλλά το άλλο που κάνει στάχτη τα όνειρά μου. Πίσω από τις σκιές είναι αυτός. Και ίσως είναι ο μόνος που μπορεί να μου πει γιατί. Η μητέρα κάθε βράδυ αφήνει ένα μικρό καντήλι αναμμένο στο παράθυρο που βλέπει προς την μεριά της θάλασσας . Προς τη μεριά εκείνης που σας πήρε μαζί της. Η μητέρα λέει πως έτσι δεν σας αφήνουμε να ξεχνάτε την παρουσία μας, λέει πως είμαστε ο φανός σας στα υγρά σκοτάδια της. Δεν την πιστεύω. Πώς είναι δυνατόν μια τόσο δα μικρή φλόγα να διαπερνά τις σκιές της νύχτας που όλο και θεριεύουν; Και πώς μπορεί να συνεχίζει να θεραπεύει τους άλλους όταν εσείς δεν υπάρχετε πια; Πώς μπορεί κι ανασαίνει όταν εσείς ούτε μισή αναπνοή ζωής δεν έχετε, πια, στα μάτια σας; Μας είχαν αφήσει για λίγο ήσυχες. Αλλά τώρα έρχονται πάλι για να ζητιανέψουν την ανακούφιση. Έστω κι αν με φοβούνται. Έστω κι αν σταυροκοπιούνται όταν περνάνε το κατώφλι του σπιτιού μας. Τους περιφρονώ και τους φθονώ. Μες στην αφέλεια τους, μες στην καταραμένη αθωότητα της περιορισμένης όρασής τους είναι ευτυχισμένοι. Σαν αυτή που η μητέρα λέει ότι είναι αδερφή μου. Πως είναι δυνατόν αυτό το χλωμό, μισότυφλο πλάσμα που δεν έχει ούτε φως μήτε ίσκιο να είναι αδερφή μου; Γι αυτό σου λέω, αίμα μου, είμαι θυμωμένη. Είμαι πολύ θυμωμένη. Η μητέρα νομίζει ότι δεν την καταλαβαίνω όταν έρχεται τα βράδια που κοιμάμαι και ακουμπάει τα φλεγόμενα χέρια της στο στήθος μου. Προσπαθεί να διώξει τον πυρετό αλλά είναι αργά.
Κι ίσως ποτέ δεν ήταν νωρίς.
Μαρία Ροδοπούλου