Είχε γεμίσει ψείρες
το ψωμί
όσο εμείς κοιτούσαμε αλλού
το ψωμί
όσο εμείς κοιτούσαμε αλλού
Εξάλλου
είχαν πάψει να κρύβονται
στην σοφίτα τα θηρία
μόλις ολοκληρώσανε την αποκαθήλωση του ήλιου
ορμήξανε να ξεσταχιάζουνε την σάρκα
στην άκρη πετούσανε τον άρτο
σήμαναν μεσάνυχτα
οι προσευχές στις ώρες
κι έσταξε όξο και χολή ο νους
στο θεϊκό δρεπάνι
ήταν η ώρα που σιώπησαν για πάντα
οι καμπάνες
ενώ εκείνη χάζευε ένα μικρό λεκέ στο μάτι
σώθηκε του καντηλιού το λάδι
κι ο θεός δεν μύριζε πια λιβάνι
Άθελά της στράφηκε
στην ερημιά του κόσμου
αντίκρυσε την μοίρα άδεια απ’ανθρώπους
κι αντίκρυσε στα μάτια τους
μια παγωνιά ανθισμένη
ανάμεσα στα νύχια
έπαιζε ο ίσκιος τους λαούτο
κι ήταν φτιαγμένες οι χορδές
με τους ανθούς της λησμονιάς
Μαρία Ροδοπούλου