Παραμένω ακίνητη.
Το νιώθω.
Εξελίσσομαι σε αναμονή.
Δεν θα μπορέσω να ολοκληρωθώ ποτέ.
Είμαι άγονη προσμονή ή γόνιμος βάλτος ;
κι όμως μια νεκρή φύση είμαι,
αναίτια
χωρίς πατρότητα,
χωρίς προέλευση,
χωρίς πιστοποιητικά γνησιότητας.
Το μόνο που γνωρίζω
είναι πως
να τυλίγω αυθεντικό θάνατο.
Μια δικαιολογία περιμένω
για να τον δωρίσω.
Αν κάποτε γεννιόμουν
θα κρατούσα την αναπνοή μου.
Απο φόβο εκπνοής νεκρού.
Καταπίνω νύχτα
και αποβάλλω φως
μα ποτέ δεν ανασαίνω.
Δεν είμαι ο θάνατος.
Παρά μόνο ο εφευρέτης του.
Αν ψήφιζαν οι πεθαμένοι
θα γινόμουν Θεός.
Μα αρκούμαι στην ακινησία.
Εξελίσσομαι σταθερά
σε ταριχευμένη ανάσα.
Είμαι το ά-κλιτο στόμα
«της αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι»,
το εξαίσιο χασμουρητό των Λεπρών Καιρών.
Μαρία Ρ.