"όλα άρχισαν την στιγμή που πρόσεξες τις χλωμές σκιές του μεσημεριού.
Κάποιες φορές όταν φωνάζεις σκοτάδι είναι αλήθεια"
Πάει
καιρός πια που σιώπησε το νερό
και
τα βράδια δεν ακούς το τραγούδι του
παρά
μόνο τα τριξίματα των δέντρων
καθώς
τα διασχίζει ο θάνατος
Κατάχλωμος
ο ουρανός στρέφει
αλλού
το βλέμμα
όσο
το χώμα φιμώνει με μαύρα δεσμά
τον
άνεμο
Τον
άνεμο που έκανε το νερό να κελαηδάει
και
τα δέντρα να σιγοντάρουν στο ρεφρέν
ενώ
τα νυχτοπούλια εκτελούσαν
του
φεγγαριού τις συγχορδίες
κι
ένα μικρό τρεχαντήρι έριχνε δίχτυα
στον
υγρό, γαλάζιο ουρανό
να
τσακώσει λίγη αλμύρα από την αλμύρα του
Άραγε τι απέγινε εκείνη η αμυγδαλιά
που είχε στον κόρφο της ένα κορίτσι
και μια κούνια;
Φαντάζομαι ότι όσο μεγάλωνε
ντρεπόταν για όλα αυτά που είχε κάνει
Δεν είναι εύκολο να είσαι δέντρο
και ν' ανθίζεις αψηφώντας τις εποχές
τις εποχές και τις συνέπειες
Πόσο μάλλον όταν κοιμίζεις στον καρπό σου
ένα κορίτσι μαζί με την κούνια του
Απαιτητικές, ατίθασες
και το χειρότερο, μη καταγραφόμενες
αμαρτίες
Και κάπως έτσι γίνεσαι η ερωμένη
εκείνου που δεν γερνά ποτέ
μες από την ασυναρτησία
εκείνων που ορκίζονται ότι σε γνωρίζουν
κι ας είδαν το πρόσωπό σου
μόνο φευγαλέα καθώς μακριά πετούσες
Πάει
καιρός πια που το νερό
σταμάτησε
να τραγουδάει
και
τα βράδια δεν ακούς τίποτα άλλο
παρά
το τρίξιμο των σουμιέδων
όταν
ο θάνατος χαϊδεύει
τα
βουβά μας πρόσωπα
Μαρία Ροδοπούλου