Μυθιστόρημα
Οι "Oρίζοντες Γένους Θηλυκού" είναι τριλογία,
το πρώτο βιβλίο είναι το
το πρώτο βιβλίο είναι το
"Ανναμπέλα Λαμόντ
Το κορίτσι της δίεσης".
Ελπίζω να το απολαύσετε τόσο
Το κορίτσι της δίεσης".
Ελπίζω να το απολαύσετε τόσο
όσο και εγώ όταν το έγραφα.
Το βιβλίο είναι των εκδόσεων Bookstars και μπορείτε να το βρείτε - κατόπιν παραγγελίας -
σε όλα τα βιβλιοπωλεία
και στο site των εκδόσεων Bookstars.gr
εδώ
εδώ
Καλή ανάγνωση
Μαρία Ροδοπούλου
Περίληψη
Δύο οικογένειες, που η
συμπόρευσή τους ξεκινά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κατά την διάρκεια
του εμφυλίου σε ένα πλούσιο κτήμα των Μεσογείων, συνδέουν με ένα μοναδικό και
τραγικό τρόπο τις ζωές τους.
Ανάμεσα στο μεθυστικό άρωμα των αμπελιών
και της
σκληρής αλλά γεμάτης αγροτικής ζωής,
με την γεύση του φρεσκοζυμωμένου καρβελιού
και την νοστιμιά της φρεσκοστυμμένης λεμονάδας,
ανάμεσα στις αναμνήσεις των
σιδεράδων
και των αμαξάδων,
ανάμεσα στις
νότες μιας φυσαρμόνικας
και ενός βιολιού,
μέσα σε μια εποχή που έχει οριστικά
περάσει,
η ιστορία των οικογενειών
θα ξετυλιχθεί με απρόσμενο
τρόπο.
Oι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με το μίσος,
Oι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με το μίσος,
τον έρωτα και την ίντριγκα.
Αλλά πάνω
απ’ όλα μαγεύονται
και μαγεύουν με την μουσική
της ψυχής τους.
Πρόλογος
Έρχεται ώρα που παραδέχεσαι το τέλος και συνεχίζεις από μια νέα αρχή …
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Ανελέητα μου ανταποδίδει το
βλέμμα.
Τα ξανθά μαλλιά, γεμάτα χιονάτες αναμνήσεις στους
κροτάφους, τραβηγμένα πίσω αφήνουν το πρόσωπο γυμνό. Σκούρα πράσινα μάτια και
κάποιες φακίδες σκόρπιες στο λευκό δέρμα. Ρυτίδες γέλιου δίπλα σε ένα στόμα που
δεν αρνήθηκε ποτέ να ανασηκωθεί μα ούτε απόφυγε να δεχτεί τους αλμυρούς
πρόσφυγες των ματιών.
Παρόλα αυτά είμαι ακόμα εγώ. Κρυμμένη πίσω από την ώριμη
μάσκα των πενήντα κυμάτων, είμαι ακόμα το κορίτσι της δίεσης.
Υπόκωφο φτάνει το βουητό του θεάτρου στ’ αυτιά μου. Είχα
πάντα την ικανότητα να κλείνω τον θόρυβο έξω και να φέρνω μπροστά μου τους μυστικούς καταπράσινους αμπελώνες. Την
γη που γεννήθηκα και τον ήχο της βροχής που δημιουργούσε την πιο μαγική μουσική
όταν έπεφτε πάνω στο χώμα. Την μυρωδιά της και τα φύλλα που στραφτάλιζαν μετά
σαν να είχαν πέσει μικρά διαμάντια από τον ουρανό. Τους εργάτες και τα γέλια τους στον τρύγο.
Πως πείραζαν ο ένας τον άλλον. Τα βράδια που έραβα όνειρα μυστικά στο τραχύ προσκέφαλο.
Τον πατέρα που έπαιζε φυσαρμόνικα και πως ίσιωνε η κούραση πάνω στο μέτωπό του
όταν πλημμύριζε τις νύχτες με την μουσική του. Την μητέρα να κάθεται δίπλα του
με τα ταλαιπωρημένα χέρια της αφημένα πάνω στην λευκή ποδιά και τα μάτια της
κλειστά ενώ γαλήνευε το πρόσωπο από τον αγώνα της επιβίωσης.
Τον παλιό αχυρώνα όπου μου είχε κηρύξει τον πόλεμο ένα
μικρό εβένινο βιολί. Τα δάχτυλα που ματώνανε από την προσπάθεια και το γέλιο
εκείνου που πάντα μου έλεγε
«Il mio cara, bellezza mia, Il mio Anna Bella»
Βγάζω από το πορτοφόλι μου τις δύο φθαρμένες πια
φωτογραφίες. Δεν έδωσα ούτε μία συναυλία χωρίς να τις κοιτάξω πρώτα. Χωρίς να
τις αφιερώσω στους αγαπημένους μου που πια δεν ζουν. Περνώ απαλά τα δάχτυλα από
τα πρόσωπά τους. Μπορεί να ξεθώριασαν στο χαρτί αλλά όχι στην μνήμη μου. Μέχρι την τελευταία ανάσα της ζωής μου θα
είναι στο πλευρό μου, στην σκέψη μου και στην καρδιά μου.
Το σιγανό χτύπημα στην πόρτα με επαναφέρει στην
πραγματικότητα
«In uno sottile, signiora Lamont»
«In uno sottile, signiora Lamont»
«Li ringrazio, Ricardo»
Νιώθω την ανυπομονησία της προετοιμασίας γύρω μου να
φουντώνει, βουβό κύμα που όλο και μεγαλώνει έτοιμο να επιτεθεί στην στεριά.
Σηκώνομαι στρώνοντας τις πτυχές της μεταξωτής τουαλέτας μου. Μαύρη φορούσα στο
ντεμπούτο μου και με μαύρη θα αποχωρήσω. Πιάνω το βιολί στα χέρια χαϊδεύοντας
το απαλά. Εκείνο μου έδειξε τους ορίζοντες αλλά ήταν το δοξάρι που μου απέδειξε
ότι δεν υπάρχουν ορίζοντες που μπορείς να μετρήσεις αρκεί να ξεχνάς την
γεωγραφία που διδάχτηκες.
Πως έφτασα μέχρι εδώ; Μια ολόκληρη ζωή διένυσα αλλά πόσο
μικρές μου φαίνονται πλέον οι αποστάσεις από το ένα σημείο στο άλλο.
Βγαίνω στην σκηνή και το κύμα φτάνει επιθετικό στα πόδια
μου. Κατάμεστο το θέατρο και όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Για μένα δεν
υπάρχουν. Εκτός από την πρώτη σειρά που
κάθονται η Ελένη, η κόρη μας, η Φανή, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος με την Μαρίκα. Μου χαμογελούν συγκινημένοι. Σε λίγο καιρό θα
είμαι εγώ στην θέση που κάθεται η Ελένη και θα ακούω την μοναδική κόρη μου να
ξιφομαχεί με το δοξάρι της διώχνοντας μακριά τις όποιες σκιές κατακλύζουν τον
κόσμο. Όλοι τους είναι η οικογένειά μου.
Πάντα ήταν και όταν τους αντικρίζω νιώθω μια λαχτάρα για εκείνους που
δεν είναι παρόντες. Κι όμως έρχονται φορές που νομίζω ότι βλέπω του γονείς μου, αγκαλιασμένους, να μου
γνέφουν από μακριά. Κι ίσως, να’ναι αλήθεια, αυτό που μου είπε κάποτε ο πατέρας
μου
«Ανναμπέλα μου, υπάρχουν τόσοι κόσμοι γύρω μας κι εμείς βλέπουμε μόνον τον έναν. Σκέψου πως όλοι αυτοί που χάνουμε, εξακολουθούν να υπάρχουν σε άλλους κόσμους». Αυτή η σκέψη με κάνει να χαμογελάω. Να χαμογελάω και να ελπίζω.
«Ανναμπέλα μου, υπάρχουν τόσοι κόσμοι γύρω μας κι εμείς βλέπουμε μόνον τον έναν. Σκέψου πως όλοι αυτοί που χάνουμε, εξακολουθούν να υπάρχουν σε άλλους κόσμους». Αυτή η σκέψη με κάνει να χαμογελάω. Να χαμογελάω και να ελπίζω.
Πριν ξεκινήσω κοιτάζω προς το μέρος του. Κουνάει
καταφατικά το κεφάλι του ενώ το χαμόγελο φωτίζει τ’ αγαπημένα μάτια. Πως
μεγάλωσε ο αγαπημένος μου, ταλαιπωρημένος από μια ασθένεια που τον άφησε με μια
αμφίβολη παράταση ζωής προσπαθεί ακόμα και τώρα να είναι στο πλάι μου. Αλλά
είναι πάντα ο ίδιος. Ο Σεμπάστιαν της νότας, αυτός που με έκανε να δω πέρα από
τις χορδές, την μουσική της αγάπης.
Ήταν πάντα ο δάσκαλός μου.
Σηκώνει την μπαγκέτα του και βλέπω την ορχήστρα να
ακολουθεί τον χορό των χεριών του σαν καλογυμνασμένο μελίσσι.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια. Ακουμπώ το
δοξάρι στις χορδές. Είμαι έτοιμη να καβαλήσω το κύμα, να το εξημερώσω με τα
δάχτυλα. Γιατί είμαι η Αναμπέλλα Λαμόντ, εκείνη που δαμάζει την καλπάζουσα
αγωνία και σπαθίζει την ζωή με το δοξάρι της.
Γιατί είμαι το
κορίτσι της δίεσης.
Και προς το παρόν θα ζήσω, θα ζήσουμε. Τι θα γίνει μετά;
Ποιος νοιάζεται για το μετά όταν έχει το τώρα;