Απόσπασμα
11 Δεκεμβρίου 1970
Σιάτλ
Η
οκτάχρονη Κάσι έτρεχε όσο δεν είχε ποτέ τρέξει μέχρι
τώρα
στη σύντομη ζωή της. Οι μακριές, ξανθές μπούκλες της,
χτύπαγαν
με ορμή πάνω στους ώμους της και η ανάσατηςέβγαινε
αχνήμεςστο
σκοτάδι. Έτρεχε κλαψουρίζοντας: «Θέλω να ξυπνήσω
τώρα»,
«θέλω να ξυπνήσω τώρα, μαμάκα».Κοντοστάθηκε και κοί-
ταξε
γύρω της. Το σκοτάδι δεν ήταν πηχτό, αλλά ήταν γεμάτο
σκιές,
κάτι που κατά κάποιον τρόπο το έκανε ακόμα πιο τρομα-
χτικό.
Ήταν σίγουρη ότι την κυνηγούσε ο Μπαμπούλας, κι ας
έλεγε
η μαμά της ότι δεν υπάρχει. Κάθε βράδυ που ξάπλωνε ερ-
χόταν
η μαμά της και της χάιδευε τα μαλλιά. «Είσαι ο μικρός
μου
άγγελος, Κάσι», της έλεγε. «Κι αν δεις εφιάλτη, να πεις
δυνατά
τρεις φορές “Θέλω να ξυπνήσω τώρα” και θα δεις ότι
όλοι
οι μπαμπούλες θα φύγουν τρέχοντας».
Κι
αυτό το βράδυ δεν είχε γίνει καμία εξαίρεση. Είχε κάνει
μπάνιο,
πλατσουρίζοντας περισσότερο απ’ όσο συνήθως, είχε
βουρτσίσει
τα δόντια της και είχε ξαπλώσει με το φως αναμμένο
περιμένοντας
τη μητέρα της να την καληνυχτίσει. Ίσως, σκε-
φτόταν,
να την έπειθε να της διάβαζε αυτήν την ιστορία με τα
βατραχάκια
που λάτρευε. Η μαμά της δεν την απογοήτευσε. Κάθισε
στο
πλάι της και γι’ αρκετή ώρα της διάβαζε, μέχρι που αισθάνθηκε
τα
βλέφαρά της να βαραίνουν. Ένιωσε τα χείλη της
μητέρας
της στο μέτωπό της και αποκοιμήθηκε.
Ήταν
αργά όταν ξύπνησε από κάποιον περίεργο θόρυβο. Αλλά
μόλις
έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια της, ξαναβυθίστηκε σε ύπνο
βαθύ.
Κι αυτήν τη φορά άρχισε ένας εφιάλτης που όμοιό του δεν
είχε
ξαναδεί. Ήταν σ’ ένα υπόγειο που μύριζε μούχλα, με τους
ιστούς
των αραχνών να κρέμονται σαν ασημένια δεσμά από το
ταβάνι.
Ούρλιαξε μόλις αισθάνθηκε μια αράχνη να περπατά στο
πρόσωπό της.
«Θέλω να ξυπνήσω», φώναξε με όλη
της τη δύναμη.Αλλά αυτήν
τη
φορά δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Φώναξε ξανά και ξανά, όμως
ακόμα
βρισκόταν σ’αυτό το υγρό σκοτάδικι έτρεχε κι όλο έτρεχε.
Μια φωνή συνέχεια της έλεγε
να τρέξει, μια ανατριχιαστική φωνή
που ο ήχος της έμοιαζε με τον ήχο που κάνει
η κιμωλία
καμιά
φορά πάνω στον πίνακα. Συνέχισε να τρέχει κλαίγοντας,
χωρίς
να βλέπει πού πηγαίνει, μέχρι που στραβοπάτησε σε μια
πέτρα
κι έπεσε κάτω.Σηκώθηκε,σκουπίζοντας τα ματωμέναχέρια
της
πάνω στην πιτζάμα της. «Θέλω να ξυπνήσω τώρα», φώναξε με
όση
δύναμη της είχε απομείνει. Η φωνή της περιπλανήθηκε στο
σκοτάδι,
χτύπησε πάνω σε έναν τοίχο και γύρισε πίσω με μια
χροιά
σαν να την ειρωνευόταν ο ίδιος της ο τρόμος.
Κάσι,
από δω, κοριτσάκι μου, άκουσε μια ψιθυριστή φωνή
στο
σκοτάδι. Με τα δάκρυα να τρέχουν στα βρώμικα μάγουλά της,
γύρισε
προς το μέρος από όπου ερχόταν η φωνή προσπαθώντας να
διακρίνει
ποιος ήταν.
«Ποιος...
ποιος είναι εκεί;»κατάφερε να ρωτήσει, ενώ από
τον
τρόμο της κατουρήθηκε πάνω της.
Έλα
προς το μέρος μου, Κάσι, και θα σε πάω στο φως. Και θα
φροντίσω
να μείνεις για πάντα εκεί που δεν έχει εφιάλτες και
μπαμπούλες,ακούστηκε
η ίδια φωνή.
Η
μικρούλα έκανε δυο-τρία βήματα προς το μέρος της φωνής,
αλλά
κοντοστάθηκε. «Δεν σε πιστεύω. Θέλω να ξυπνήσω. Θέλω να
πάω
στη μαμά μου», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Ξαφνικά,
ένα χέρι τινάχτηκε απ’ το σκοτάδι και την τράβηξε
μες
στην σκιά. Η Κάσι μόλις που πρόλαβε να βγάλει μια στριγκλιά
πριν
κάποιος της βάλει στο στόμα ένα μαντήλι που μύριζε απαί-
σια.
Την επόμενη στιγμή έπεφτε σ’ ένα σκοτάδι λυτρωτικό.
Όταν
άνοιξε τα μάτια της, ήταν ξαπλωμένη γυμνή πάνω σε μια
σκληρή
και ψυχρή επιφάνεια, και μεγάλα δυνατά φώτα έπεφταν
με
ορμή πάνω της. Ένιωθε αδύναμη και ζαλισμένη. Προσπάθησε
να
κινήσει τα χέρια της, όμως δεν τα κατάφερε. Ήταν δεμένα
πάνω
στο μεταλλικό τραπέζι. Την πονούσε το δεξί της πόδι κάτω
στα
δάχτυλα και δεν ήξερε γιατί. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της
για
να δει. Μια βελόνα ήταν χωμένη ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο
και
στο δεύτερο. Ένα σωληνάκι έβγαινε από την άλλη μεριά, μες
στο
οποίο έτρεχε νωχελικά το αίμα της. Έγειρε κουρασμένη το
κεφάλι
της πίσω και τότε πρόσεξε τη γυναίκα που καθόταν στο
πλευρό
της.
«Γεια
σας, κυρία Τζέικομπ. Βάψατε τα μαλλιά σας; Φαίνεστε
πιο
νέα», είπε το κοριτσάκι χαρούμενο που έβλεπε ένα οικείο
πρόσωπο.
«Τι μου συμβαίνει; Πού είναι η μαμά μου;» ρώτησε
αδύναμα.
«Μην
ανησυχείς, καλό μου», απάντησε η καστανή γυναίκα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της
μικρούλας που μοσχομύριζαν λεμόνι και θυμάρι. Όσο ήταν αναίσθητη, της είχε
βγάλει τα ρούχα και την είχε κάνει με επιμέλεια μπάνιο, αφού έλουσε τρεις φορές
τα μαλλιά της. «Πάρε ένα γλειφιτζούρι. Είναι η αγαπημένη σου γεύση, με φράουλα»,
της είπε και, αφού ελευθέρωσε το ένα χέρι της μικρής,της έδωσε το μεγάλο γλειφιτζούρι.
Η
Κάσι το έβαλε στο στόμα και η γεύση του της θύμισε το
λούνα-παρκ
που την πήγαινε η μαμά της. «Νυστάζω πολύ, αλλά να
με
ξυπνήσετε νωρίς, γιατί αύριο θα πάμε στον ζωολογικό κήπο
με
το σχολείο. Θέλω τόσο πολύ να δω τους πιγκουΐνους που έχουν
φέρει»,
είπε με το γλειφιτζούρι να λιώνει στο στόμα της.
Η
γυναίκα είχε γυρίσει την πλάτη της και ψαχούλευε σ’ ένα
ανοξείδωτο
ερμάρι. «Θα κοιμηθείς σε λίγο, μικρή μου.
Για πάντα», είπε η γυναίκα σιγανά και γύρισε ξαφνιασμένη,
όταν η μικρή της απάντησε
«Κάποια μέρα, όμως, θα ξυπνήσω. Όλοι μας
θα ξυπνήσουμε»….
Η συνέχεια στο βιβλίο Little Steps to Hell
Διατίθεται σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία
Πρωτοπορία, Public, Max Stores, Ιανός κ.α.