Λένε πως μπορεί να πάρει μια ολόκληρη ζωή για να βρεις
τις απαντήσεις. Το κακό είναι πως ποτέ δεν τις θέλησες
είτε γιατί δεν ήταν αυτές που ποθούσες είτε γιατί ήταν τόσες πολλές που παραμόρφωσαν την αλήθεια. Υποψιάζεσαι ότι το πιο απλό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν πολλές απαντήσεις
παρά μόνο μία η οποία αλλάζει τοποθεσία
καθώς και εσύ μετακινείς τις ελπίδες σου
από πλευρά σε πλευρά.
Μέχρι που στο τέλος ξεμένεις από δικαιολογίες
και από μεταναστεύσεις.
Για σένα ο Οδυσσέας πέθανε νέος σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί, αποχαυνωμένος από τους αποχαιρετισμούς. Μπουχτισμένος από τα υπεράνω πάσης υποψίας ταξίδια, αφέθηκε στον γερασμένο βραχότοπο.
Άνοιξε ένα καφενείο και υποδεχόταν τους ναυτικούς με μια λευκή ποδιά περασμένη γύρω από την χοντρή κοιλιά του. Tου έλεγαν τις περιπέτειες τους στην άπονη ξενιτειά και εκείνος τους τρατάριζε ψεύτικους αναστεναγμούς νοσταλγίας. Μετά φώναζε την Σάχρα, την ανατολίτισσα ερωμένη του. Ξυπόλητη ανέβαινε πάνω στο τραπέζι και αμίλητη τους δίδασκε χίλιες και μία νύκτες.
Όταν όμως πέθανε άφησε ρητή εντολή να μην θάψουν ούτε να κάψουν το σώμα του. Παρά μόνο να το σύρουν μέχρι την πιο απόμακρη ακτή και να αφήσουν τα γλαροπούλια να τραφούν από την χαλαρή σιτεμένη σάρκα του. Ενώ ένας ξεπεσμένος σαμάνος κρατούσε τα πνεύματα της στεριάς μακριά από τα απομεινάρια του.
Είδες όμως;
Ακόμα και ο χοντρός Οδυσσέας, στο τέλος βρήκε τον τρόπο να ταξιδεύσει αμέριμνος.
Μαρία Ρoδοπούλου