Κάποτε
θ’ αποσώσουν τα κτήνη να ικετεύουν
κι η λιγοστή σάρκα
απομεινάρι θλιβερό
μοναδικό στολίδι
στα ξεγυμνωμένα σωθικά του άλλοτε
θα λιώσει
άχρηστη κοπριά σε καμένο χώμα
κι οι προφητείες
χλωμά φαντάσματα
που ξεθωριάζουν στα πεθαμένα σπίτια
αγκαλιά με τις παραδουλεύτρες του θανάτου
με τις φλογισμένες γλώσσες
και τα κίτρινα μάτια
θα διεκδικήσουν ξανά την θέση τους
ανάμεσα στις αδέξιες βελονιές
του παλιού μπαλώματος
που έκλεινε την τρύπα στο φθαρμένο παλτό της
όπως η ελπίδα βούλωνε κάποιες φορές
άκομψα και προσωρινά
την ευδιάκριτη διαρροή της βρόμας του κενού
αλλά εκείνη δεν έζησε αλλού
παρά μονάχα στα θολά
αδιευκρίνιστα
σαρκοβόρα
σύνορα
του τρόμου και του ονείρου
μόνο όταν ακίνητη στεκόταν
τα φιμωμένα χέρια της
μύριζαν της θάλασσας την αρμύρα
και το μόνο που ποθούσε
ήταν να βάλει φωτιά
να κάψει
να κάνει στάχτη
εκείνο τον αφρό που άφηνε η παλίρροια
στις μαύρες αμμουδιές της
έβγαζε γλώσσα στα μπαλώματα
και σήκωνε κοροϊδευτικά τα φρύδια
στα σκυλιά που είχαν μαζευτεί
στο υπόγειο του θεού της
εκεί που κάποτε έπαιζε κρυφτό
αλλά κανείς ποτέ δεν την βρήκε
έτσι ένα βράδυ κλείδωσε την πόρτα
πέταξε το κλειδί στ’ αστέρια
και γύρισε την πλάτη στα πουλιά
που έφευγαν γιατί ερχόταν ο χειμώνας
και τι δεν θα έδινε
μονάχα για μια φορά
να δει τον ήλιο ν’ αυτοκτονεί
στης θάλασσας τον ορίζοντα
χωρίς να νιώθει απέραντη φρίκη
για όλα εκείνα που δεν έχουν ακόμα γίνει
αργά χθες βράδυ ξεψύχησε και το τελευταίο όνειρο
έγραψε με ένα μικρό μολύβι
πάνω στο λείο μέτωπο
ανέκφραστου κοριτσιού
Μαρία Ροδοπούλου
θ’ αποσώσουν τα κτήνη να ικετεύουν
κι η λιγοστή σάρκα
απομεινάρι θλιβερό
μοναδικό στολίδι
στα ξεγυμνωμένα σωθικά του άλλοτε
θα λιώσει
άχρηστη κοπριά σε καμένο χώμα
κι οι προφητείες
χλωμά φαντάσματα
που ξεθωριάζουν στα πεθαμένα σπίτια
αγκαλιά με τις παραδουλεύτρες του θανάτου
με τις φλογισμένες γλώσσες
και τα κίτρινα μάτια
θα διεκδικήσουν ξανά την θέση τους
ανάμεσα στις αδέξιες βελονιές
του παλιού μπαλώματος
που έκλεινε την τρύπα στο φθαρμένο παλτό της
όπως η ελπίδα βούλωνε κάποιες φορές
άκομψα και προσωρινά
την ευδιάκριτη διαρροή της βρόμας του κενού
αλλά εκείνη δεν έζησε αλλού
παρά μονάχα στα θολά
αδιευκρίνιστα
σαρκοβόρα
σύνορα
του τρόμου και του ονείρου
μόνο όταν ακίνητη στεκόταν
τα φιμωμένα χέρια της
μύριζαν της θάλασσας την αρμύρα
και το μόνο που ποθούσε
ήταν να βάλει φωτιά
να κάψει
να κάνει στάχτη
εκείνο τον αφρό που άφηνε η παλίρροια
στις μαύρες αμμουδιές της
έβγαζε γλώσσα στα μπαλώματα
και σήκωνε κοροϊδευτικά τα φρύδια
στα σκυλιά που είχαν μαζευτεί
στο υπόγειο του θεού της
εκεί που κάποτε έπαιζε κρυφτό
αλλά κανείς ποτέ δεν την βρήκε
έτσι ένα βράδυ κλείδωσε την πόρτα
πέταξε το κλειδί στ’ αστέρια
και γύρισε την πλάτη στα πουλιά
που έφευγαν γιατί ερχόταν ο χειμώνας
και τι δεν θα έδινε
μονάχα για μια φορά
να δει τον ήλιο ν’ αυτοκτονεί
στης θάλασσας τον ορίζοντα
χωρίς να νιώθει απέραντη φρίκη
για όλα εκείνα που δεν έχουν ακόμα γίνει
αργά χθες βράδυ ξεψύχησε και το τελευταίο όνειρο
έγραψε με ένα μικρό μολύβι
πάνω στο λείο μέτωπο
ανέκφραστου κοριτσιού
Μαρία Ροδοπούλου