Μαραμένες συνεντεύξεις
συνταξιούχου παράδεισου
που κάποτε ήταν βροχή
μια μεγάλη ξηρασία
καταμεσής ωκεανού
πλέον
ματαιοπονεί
για όλα εκείνα τα δέντρα
που δεν χάιδεψε
ποτέ δεν έζησε αθώα
κι ούτε η σκόνη του θα μείνει
κειμήλιο μια μάταιης ιστορίας
όμως
κάποτε
εν μέσω προσωπικής συμφοράς
μίλησε για μια γυναίκα
που μύριζε
σαν σπάνια του χειμώνα
χαμομήλια
συνταξιούχου παράδεισου
που κάποτε ήταν βροχή
μια μεγάλη ξηρασία
καταμεσής ωκεανού
πλέον
ματαιοπονεί
για όλα εκείνα τα δέντρα
που δεν χάιδεψε
ποτέ δεν έζησε αθώα
κι ούτε η σκόνη του θα μείνει
κειμήλιο μια μάταιης ιστορίας
όμως
κάποτε
εν μέσω προσωπικής συμφοράς
μίλησε για μια γυναίκα
που μύριζε
σαν σπάνια του χειμώνα
χαμομήλια
Κάποτε η θάλασσα
της μιλούσε
στην νηπιακή της γλώσσα
κι έπλεκε κοραλλένιους γρίφους
γράφοντας προφητείες
στις σαπισμένες άγκυρες
από τότε
οι γύπες κάνανε κύκλους
ψάχνοντας
ένα αφύλακτο κύμα
ενώ οι μαργαρίτες
κάλπαζαν στα φρύδια της
από τότε
ακόμα
οι δήμιοι προβάριζαν
θάνατο
στα μάτια της
ενώ εκείνη στίχους
ζωγράφιζε
σε μιας ανέφελης στιγμής
την νότα
τώρα
αγριολούλουδο
θανάσιμα τραυματισμένο
βρέχει τα πόδια του
στις όχθες αναμάρτητου ποταμού
προϊστορικός κυνισμός
λούζει με τρυφερότητα
τους μίσχους του
In
infinitum
θα εξομολογεί το νερό
στα μικρά ξενοδοχεία
της λύπης της
θα εξομολογεί το νερό
στα μικρά ξενοδοχεία
της λύπης της
In infinitum
εκείνη θα παραμείνει
ένα αυθάδικο
γελαστό
αγριολούλουδο
για πάντα
αινιγματική
απόμακρη
άπιαστη
σαν εκείνη την ελεγεία
που ο θεός δεν τόλμησε ποτέ να γράψει
και κανείς θνητός ή αθάνατος
δεν είχε τα κότσια να σκεφτεί
άργησα να μιλήσω
αλλά να ξέρεις
χαμογελώ
σε
Μαρία Ροδοπούλου