Βαραίνει
η μοίρα μας
προγνώσεις
προγνώσεις
Τα χέρια της λύνονται
στο ύψος των ματιών τους
Άλαλη μπροστά στην πείνα
Πάει καιρός που οι πορτοκαλιές ανθίσανε
αλλά το άρωμα δεν φτάνει ίσαμε εκεί
η χίμαιρα όλο και πιο δυνατή
τις ελάχιστες πια μυρουδιές
τσακώνει
τις σαβανώνει
κι ελεύθερες τις αμολάει στον κόσμο
αλλά δεν έχει χρώμα το νεκρικό σεντόνι
ούτε καρπούς προσφέρει
Διάτρητο φέρεται
στους άδειους δρόμους
κι ό, τι με χάρη στον κόσμο ερχόταν
νωχελικά δίδεται στο σκότος
Πάνε μέρες πια
που το χάσμα μεγαλώνει
Ό, τι νέο γέρασε
κι ό, τι καινούριο εφθάρη
κι εκείνη τις ώρες γδέρνει
χαρίζοντας άλλοθι στην ελπίδα
Λες κι η απατηλή ομορφιά της
ξάφνου θ’ αποκτήσει σχήμα…
Ύστερα
πολύ ύστερα
την στέρηση θ’ αναπολήσει
Κι ό, τι γύρω της φορούσε ψεύδος
γυμνό θα κατεβάσει την αυλαία
Μαρία Ροδοπούλου