«Εδώ μετράμε τις μέρες
με τα φύλλα των δέντρων
που ρίχνει κάτω ο βοριάς
μ’ ένα αργαλειό
στα χέρια των νυμφών
που τρώει εφιάλτες
κι ένα αδράχτι που φυλακίζει αγέρηδες
Οι μάγισσες τσακώνονται
στις στέγες των νεκρών
και τα κρωξίματα τους φτάνουν
μέχρι τα μάτια μου
που χθες αργά το βράδυ
στερέψανε απ’ ουρανό
Κάποιες νύχτες
πάει καιρός πια
ήταν τότε που ο χρόνος
μετρούσε ανθρώπους
οι Πύλες ήταν ακόμα ανοιχτές
κι οι μύθοι νούφαρα
στολίζανε τα πληγιασμένα δάχτυλα
της Μητρός μου
οι θεοί κατέβαιναν εδώ
κι έλουζαν τα μάτια των αγγέλων
στον ποταμό του ερωμένου
Γλεντούσαν μέχρι να βγει ο ήλιος
που τους έδιωχνε ξερνώντας φως χωρίς
μια στάλα έλεος
ο ανύμφευτος τσιγκούνης
όλους εκτός από τον θεό ερωμένο
που πλάγιαζε στης λήθης μου τα
βράχια
κι έσπερνε φλόγα στ’ αλαβάστρινο κορμί
μες από θάνατο και πάλι
ζωντανή
Εδώ πια
μετράμε τον χρόνο
απλώνοντας στο σκότος τα
κουρέλια
σκυφτές και ζαρωμένες
ανίσχυρες κουφές και τυφλωμένες κάργιες
με τους θεούς να κείτονται στα πόδια μας νεκροί»
μου μήνυσε η Περσεφόνη
με ένα πληγωμένο ψαρόνι
καθώς της κένταγα λευκό για τα μαλλιά μαντήλι
και ξέπλενα τα μάτια της
με μέλανα ζωμό
Μαρία Ροδοπούλου